Όπως συμβαίνει κάθε φορά που τεκμηριωμένες αποκαλύψεις βλέπουν το φως της δημοσιότητας, έτσι και στην περίπτωση της ΑΕΠΙ, μετά τη δημοσίευση του πορίσματος του διαχειριστικού ελέγχου, πολλοί πέφτουν από τα σύννεφα, άλλοι προσπαθούν μέσα στην αντάρα να ανακαλύψουν τον τροχό, κάποιοι φωνάζουν (δικαίως, εν προκειμένω) «εμείς τα λέγαμε αλλά κανείς δεν μας άκουγε», η δε πολιτεία ξαφνικά ξυπνά από τον λήθαργο και ψάχνει, υποτίθεται, να βρει εσπευσμένα τον «φταίχτη».
Φταίει, όμως, περισσότερο για την κατάσταση ο δακτυλοδεικτούμενος, εν προκειμένω η ΑΕΠΙ, ή εκείνος που διαμόρφωσε το περιβάλλον που εξέθρεψε το φαινόμενο; Στις γραμμές αυτού του άρθρου θα προσπαθήσουμε να αναδείξουμε εν περιλήψει τα τρία κομβικά σημεία στην εξέλιξη της ιστορίας που πολλοί πλέον ονομάζουν «σκάνδαλο ΑΕΠΙ». Σημεία που ταυτόχρονα αποτελούν και ισάριθμες χαμένες ευκαιρίες να μπει η απαιτούμενη τάξη στην αγορά των πνευματικών δικαιωμάτων από την πλευρά της πολιτείας, ώστε να μη φτάσουμε ακριβώς στην κατάσταση που βιώνουμε σήμερα.
Πρώτος και καθοριστικότερος όλων σταθμός στην πορεία διαμόρφωσης του νοσηρού σημερινού περιβάλλοντος υπήρξε αναμφίβολα η ψήφιση του Ν. 2121/1993 περί προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας. Σημειωτέον ότι ο νόμος είναι εναρμονισμένος με το πνεύμα των Διεθνών Συνθηκών για την πνευματική ιδιοκτησία, όταν μεροληπτεί ομολογημένα υπέρ των δημιουργών έναντι των χρηστών προστατευόμενης μουσικής, δίνοντας στους δημιουργούς και λοιπούς δικαιούχους πνευματικών δικαιωμάτων, αλλά και σε εκείνους που διαχειρίζονται συλλογικά τα δικαιώματα αυτά (τους επονομαζόμενους Οργανισμούς Συλλογικής Διαχείρισης ή ΟΣΔ, όπως ήταν η ΑΕΠΙ), σημαντικότατα προνόμια, τόσο δικονομικά όσο και ουσιαστικά.
Και βεβαίως, το αν μια εταιρία με ετήσιο κύκλο εργασιών δεκάδων εκατομμυρίων, όπως ήταν η ΑΕΠΙ, βρίσκεται σε δυσμενέστερη θέση από την ιδιοκτήτη ενός καφενείου στα ορεινά χωριά της Πίνδου ή ενός ραδιοσταθμού στο Φυλάκιο Έβρου και χρήζει αυξημένης προστασίας από το νόμο, είναι μια συζήτηση που πρέπει αναμφίβολα να γίνει, αλλά δεν είναι το κυρίαρχο ζήτημα.
Διότι, το χειρότερο είναι πως στην ανισορροπία αυτή ο νομοθέτης ξεπέρασε κάθε όριο λογικής: στη χώρα μας, η δημόσια εκτέλεση (π.χ. στο καφενείο) ή ραδιοφωνική μετάδοση ΕΝΟΣ τραγουδιού χωρίς άδεια τιμωρείται αυστηρότερα από την ανθρωποκτονία από αμέλεια, την κατάρτιση ένοπλης ομάδας, την τοκογλυφία, την πλαστογραφία, την απάτη, την αποδοχή και διάθεση προϊόντων εγκλήματος, την κλοπή, την υπεξαίρεση και τα περισσότερα πλημμελήματα του κοινού ποινικού δικαίου, η δε επανάληψή της συνιστά κακούργημα.
Μάλιστα, αν καταδικαστεί κάποιος για μη αδειοδοτημένη δημόσια εκτέλεση, η εξαγορά της ποινής ορίζεται στο δεκαπλάσιο από ό,τι σε οποιαδήποτε παράβαση του Ποινικού Κώδικα. Με απλά λόγια, ένας μεθυσμένος οδηγός που έχει προκαλέσει θανατηφόρο δυστύχημα θα κληθεί να πληρώσει 10 φορές μικρότερο ποσό για την εξαγορά της -κατά πάσα πιθανότητα μικρότερης- ποινής του από εκείνον που εκτελεί ή μεταδίδει ΕΝΑ τραγούδι χωρίς άδεια.
Δεύτερος «σταθμός» (αν μπορεί να ονομαστεί έτσι μια παράλειψη) ήταν η χαμένη ευκαιρία δεκαετιών να τεθεί ένα όριο στο ποσό που η ΑΕΠΙ παρακρατούσε ως διαχειριστικά έξοδα και αμοιβή της από τα δικαιώματα που εισέπραττε, μειώνοντας αντίστοιχα τα ποσά που απέδιδε στους δημιουργούς. Στην έγκριση λειτουργίας που της χορηγήθηκε το 1997 (ΦΕΚ Β’ 939) τέθηκε από τον αρμόδιο υπουργό Ευάγγελο Βενιζέλο μια εντελώς αόριστη υποχρέωση «να προσκομίσει στοιχεία από τα οποία να προκύπτει μείωση των εξόδων διαχείρισης».
Η εταιρία προσέφυγε στο Συμβούλιο της Επικρατείας και, όπως ήταν φυσικό, δικαιώθηκε: ο συγκεκριμένος όρος κρίθηκε ανενεργός ως αόριστος (ΣτΕ 950/2000). Αντί, όμως, το Υπουργείο να επανέλθει με αναζήτηση συγκριτικών δεδομένων από το εξωτερικό, εκπόνηση μελέτης και εκ νέου επιβολή περιορισμού ως προς το ύψος των εξόδων διαχείρισης, απολύτως εύλογου και επαρκώς τεκμηριωμένου, το θέμα «ξεχάστηκε» και έκτοτε δεν ασχολήθηκε κανείς. Το αποτέλεσμα ήταν ότι η εταιρία χρέωνε όσα ήθελε και τα διένεμε όπως νόμιζε, χωρίς κανέναν απολύτως έλεγχο.
Τρίτος «σταθμός» ήταν και πάλι μια παράλειψη: η εγκληματική ολιγωρία όλων των υπουργών Πολιτισμού από το 1993 που ψηφίστηκε ο νόμος μέχρι και το 2015 να συντάξουν το (προβλεπόμενο από τον ίδιο νόμο) Προεδρικό Διάταγμα για τον καθορισμό της διαδικασίας επιβολής προστίμων και το ύψος τους σε περίπτωση παράβασης της νομοθεσίας από κάποιον ΟΣΔ. Έτσι, χωρίς ποινολόγιο και, κυρίως, χωρίς καθορισμένη διαδικασία, κάθε διοικητικό πρόστιμο που θα επέβαλλε ο εκάστοτε υπουργός, ακόμη και σε περίπτωση επανειλημμένων και σοβαρών παραβάσεων, θα ελεγχόταν αυτομάτως ως μη νόμιμο.
Εντέλει, μετά από 22 χρόνια αδιαφορίας, εκδόθηκε επιτέλους το ΠΔ 42/2015, διατάχθηκε διαχειριστικός έλεγχος στην ΑΕΠΙ και της επεβλήθη το μοναδικό μέχρι σήμερα πρόστιμο (για μη επίδειξη των βιβλίων της στους ορκωτούς ελεγκτές).
Η ελληνική πολιτεία, λοιπόν, έδωσε ένα ανήκουστο υπερόπλο στο χέρι μιας Ανώνυμης Εταιρίας, την ποινική προστασία των εισπράξεών της (και μάλιστα με εξοντωτικές επαπειλούμενες ποινές), στη συνέχεια παρέλειψε επί εικοσαετία να θέσει τους κανόνες χρηστής διαχείρισης και ταυτόχρονα υπονόμευσε κάθε δυνατότητα αποτελεσματικού ελέγχου, τόσο στο στάδιο της επιβολής και είσπραξης όσο και στο στάδιο της διανομής των εισπραττόμενων δικαιωμάτων. Το κατά πόσο η ιδιοκτησία και η διοίκηση της ΑΕΠΙ εκμεταλλεύτηκαν την κατάσταση αυτή εντός του νόμιμου πλαισίου ερευνάται πλέον από τον Εισαγγελέα.
Το ποιος φταίει, ωστόσο, για το γεγονός ότι τα πράγματα έφτασαν ως εδώ, είναι σαφές και αναντίρρητο: κάθε υπουργός Πολιτισμού από το 1993 μέχρι σήμερα, πλην ίσως του Νίκου Ξυδάκη.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΡΙΣΣΗΣ
Σύμβουλος Στρατηγικής, Δικηγόρος και Οικονομολόγος. Οι πολιτικές του απόψεις συνοψίζονται στη φράση "ελεύθερη οικονομία με κρατική εποπτεία χάριν της κοινωνικής δικαιοσύνης" αλλά, όπως λέει, δεν εκπροσωπούνται πια στη Βουλή. Διαβάζει όσο περισσότερο μπορεί, γράφει μόνο για ό,τι ξέρει.