Ω ΓΛΥΚΥ ΜΟΥ ΕΑΡ…
Ήταν Μ. Δευτέρα κι η κυρα-Μαρία ετοιμαζόταν να πάει στην εκκλησιά για την ακολουθία του Νυμφίου. Είχε αρχίσει να ψιχαλίζει κι ο ουρανός σκοτείνιασε αρκετά. «Μάνα, βρέχει. Θα πάω να πάρω με το αμάξι την Ελπίδα, για να μην περπατάει μέσα στη βροχή», είπε ο γιος της και τη χάιδεψε στον ώμο, σα να ‘θελε την άδειά της γι αυτό. «Να προσέχεις, αγόρι μου, άρχισε να βρέχει», του είπε κι άνοιξε μηχανικά την εξώπορτα. «Κώστα,...