Η μόνη εξήγηση που δίδεται για την έξοδο της χώρας στις αγορές, είναι – σύμφωνα με την Κυβέρνηση – για να …αποδειχθεί ότι η χώρα έχει επανέλθει στην ομαλότητα και ότι απολαμβάνει και πάλι της εμπιστοσύνης των διεθνών επενδυτών.
Βέβαια, από μόνο του, το επιχείρημα αυτό είναι αστείο. Οι διεθνείς επενδυτές γνωρίζουν την τραγική κατάσταση της χώρας και τα επικίνδυνα αδιέξοδα που προκαλεί το χρέος της και δεν “τσιμπάνε” από τους εντυπωσιασμούς που “εφευρίσκουν” οι Έλληνες πολιτικοί.
Ο πραγματικός λόγος που η Κυβέρνηση του κυρίου Τσίπρα θέλει να “βγει” στις αγορές, είναι ο ίδιος λόγος για τον οποίο “βγήκε” και η Κυβέρνηση του κυρίου Σαμαρά: Να παραμυθιάσει το λαό με ανοησίες για success stories. Ανοησίες που όμως μας στοιχίζουν πανάκριβα. Για το ομόλογο Σαμαρά, η πατρίδα κάθε χρόνο πληρώνει περί το 3,3% παραπάνω ως επιτόκιο. Δηλαδή, το show του κ. Σαμαρά, για όλη την περίοδο μέχρι τη λήξη του ομολόγου, στοιχίζει στους Έλληνες φορολογούμενους περί τα 835 εκατομμύρια ευρώ παραπάνω, σε κόστος χρηματοδότησης.
Η Κυβέρνηση θα πρέπει να αποφύγει να “βγει” στις αγορές και να δανειστεί για να αποπληρώσει άλλα ομόλογα που λήγουν. Επειδή δεν έχει να κερδίσει κάτι. Οι διεθνείς επενδυτές δεν κοροϊδεύονται με “κολπάκια” που προορίζονται για εσωτερική κατανάλωση.
Αν η Κυβέρνηση θέλει να κερδίσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών, ας δουλέψει προς αυτή την κατεύθυνση: ας ανοίξει τις αγορές, ας μειώσει το μέγεθος του κράτους, ας απελευθερώσει την επιχειρηματικότητα, ας κυνηγήσει τη φοροδιαφυγή και την – κρατική ή μη – διαφθορά, ας προσπαθήσει να αυξήσει την απασχόληση, ας προσπαθήσει να κρατήσει τους επιστήμονες στην Ελλάδα και ας βάλει ως μεσομακροχρόνιο στόχο κοινωνικής και οικονομικής πολιτικής την αποτροπή της δημογραφικής κατάρρευσης της χώρας.
Η Κυβέρνηση της χώρας θα πρέπει να προσπαθήσει να αναχρηματοδοτήσει τα ομόλογα (και τα δάνεια) που θα λήξουν στην επόμενη πενταετία (υπολογίζονται περίπου σε 30 δισ. Ευρώ) με χρήματα που θα αντλήσει από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς (ESM), αφού άλλωστε είναι προς το συμφέρον των κρατών της Ευρωζώνης να βελτιωθεί η οικονομική κατάσταση της χώρας. Δε θα πρέπει ποτέ να ξεχνάμε, εξάλλου, ότι η χώρα μπήκε σ’ αυτή την περιπέτεια και με ευθύνη των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, στην προσπάθειά τους να περισώσουν τις “αμελείς” τράπεζές τους που διακρατούσαν τότε τα ελληνικά ομόλογα. Με τον τρόπο αυτό, το επιτόκιο που θα χρεωθεί θα κινείται μεταξύ του 1,5% έως 1,8%, σε αντίθεση με το κόστος από τις αγορές θα είναι τουλάχιστον 3% περισσότερο.
Προς την κατεύθυνση αυτή θα πρέπει να κινείται η διαπραγμάτευση, αφού αν η αναχρηματοδότηση επιτευχθεί με αυτό τον τρόπο, η χώρα θα εξοικονομήσει (και μόνον από τη διαφορά των επιτοκίων) ποσά που υπερβαίνουν τα 8 δισ. Ευρώ ως το τέλος του 2022.
Το ζήτημα του χρέους, συνιστά μεν ένα σοβαρό πρόβλημα – ίσως το πιο σοβαρό – αλλά, με δεδομένη μάλιστα την απροθυμία των δανειστών να το συζητήσουν, είναι προτιμότερο να μετατοπιστεί για το μέλλον. Άλλωστε, μέχρι την περίοδο 2022 – 2023, όπου βρίσκεται σε ισχύ η περίοδος χάριτος της καταβολής των τόκων για τα δάνεια του ESM, το χρέος δε μπορεί να δημιουργήσει κάποιο αξεπέραστο δημοσιονομικό πρόβλημα στη χώρα.
Η ελπίδα της χώρας – και της κοινωνίας της – για τη μετά το 2022 περίοδο έγκειται, είτε στην επίτευξη μίας σοβαρής και δίκαιης ρύθμισης που θα περιλαμβάνει και απομείωση (κούρεμα) του οφειλόμενου ποσού, είτε σε μία ολοκλήρωση των διαδικασιών οικονομικής ένωσης των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κάτι που θα οδηγήσει σε μία “οιονεί απορρόφηση” του χρέους από την ευρωπαϊκή διοίκηση και διαχείριση των οικονομικών της Ένωσης, χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει και την “αποξένωση” της χώρας από το χρέος της και τις ευθύνες που αυτό συνεπάγεται.
Σε κάθε περίπτωση, η επόμενη πενταετία θα πρέπει να είναι περίοδος καλύτερης διαχείρισης των όποιων πόρων έχουν απομείνει στο κράτος μας και πανεθνικής προσπάθειας για την ανάπτυξη της οικονομίας. Στην προσπάθεια αυτή δεν έχουν θέση οι μικροκομματικοί εντυπωσιασμοί που – ως συνήθως – απευθύνονται σε ιθαγενείς και όχι σε πολίτες.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΙΑΤΡΑΣ
Οικονομολόγος, ενεργός πολίτης, ανήσυχο πνεύμα. Αρθρογραφεί σε εφημερίδες και περιοδικά, συμμετέχει σε εκπομπές της τηλεόρασης και του ραδιοφώνου, οργανώνει και συμμετέχει σε ειδικές εκδηλώσεις οικονομικού περιεχομένου, πραγματοποιεί ομιλίες σε Πανεπιστήμια, ιδιωτικές σχολές και Συλλόγους για θέματα φορολογίας, οικονομίας και επενδύσεων, συμμετέχει σε συνέδρια οικονομικού και φορολογικού ενδιαφέροντος στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Ιδρυτής του Συλλόγου Έλληνες Φορολογούμενοι και του Συλλόγου Επενδυτών και Διαδικτύου.