Και οι 2 οι φίλοι ήμασταν στο Δημοτικό και σε μια γειτονιά παραπέρα υπήρχε και καταδυνάστευε με μπούλινγκ τους άλλους πιτσιρίκους ένας νταής της Ε’ Δημοτικού. Τετάρτη Δημοτικού εμείς, πιο μικρόσωμοι και πιο “καλά” παιδιά, τον αποφεύγαμε, όταν τον βλέπαμε σ’ εκείνα τα μέρη. Ευτυχώς δεν ερχόταν συχνά στη γειτονιά μας, αν και συνήθως έψαχνε σα λύκος παιδιά, για να παίξει, γιατί δεν τον έπαιζαν και πολλοί. Κι αυτό γιατί -εκτός των άλλων- ο νταής είχε ένα κακό συνήθειο: έβριζε μάνες. Και τις έβριζε άσχημα.
Ο φίλος μου της Τετάρτης ερχόταν από πιο μακρινή γειτονιά και πήγαινε σε άλλο σχολείο. Μια μέρα έμαθα ότι η μάνα του δε θα τον ξαναφήσει να παίξει μαζί μας, γιατί μάλωσε με ένα παλιόπαιδο και χτύπησε αρκετά και όπως αποδείχθηκε αργότερα, το παλιόπαιδο ήταν ο εν λόγω νταής. Στη γειτονιά του θα ήταν πιο ασφαλής. Η Στατιστική, τουλάχιστον, αυτό έλεγε. Κι έτσι συνέβη, αν κι ήθελα την παρέα του. Όλα όμως για κάποιον λόγο γίνονται κι οι γονείς φροντίζουν για τα δικά τους παιδιά πρώτα. Και καλά κάνουν!
Μια μέρα βλέπω να με πλησιάζει ο νταής. Ήμουν σχεδόν στην είσοδο της οικοδομής μας και θα προλάβαινα να ξαναμπώ, αν το ένστικτό μου έκρινε κάτι τέτοιο. Αλλά δεν είχα πολλά-πολλά μαζί του και σκέφτηκα να αδιαφορήσω, πιστεύοντας ότι ήταν απλά περαστικός. “Πού είναι, ρε μ@λ@κ@, ο φίλος σου;”, με ρώτησε με άγριο ύφος. “Σπίτι του”, είπα σταθερά, αλλά εγώ ήξερα πόσο έτρεμα. “Να τους πεις ότι άμα τον πιάσω, θα τον γ@μ…”, είπε και γύρισε να φύγει. “Να του το πεις εσύ!”, απάντησα χωρίς φρόνηση μετά από λίγα δευτερόλεπτα. Έίχε φτάσε στην άλλη πολυκατοικία, όταν γύρισε και άρχισε τα γαλλικά: “τι είπες, ρε μ@λ@κ@;; της μάνας σου ρε!!! Της μάνας σου!!!”.
Της μάνας σου μια, της μάνας σου δυο και δε χρειάστηκε τρίτη, γιατί ούτε κατάλαβα πότε βρήκα, πότε σήκωσα και πότε του πέταξα μια μεγάλη πέτρα. Σημάδεψα κεφάλι και για καλή τύχη και των δυο μας (αλλά κι ό,τι άλλου έμψυχου ή άψυχου υπήρχε γύρω) τον βρήκα στην κοιλιά. Διπλώθηκε για λίγα δευτερόλεπτα και μετά έτρεξε απειλητικά εναντίον μου. Δεν έφυγα, αν κι ήξερα ότι θα τις φάω. Για κάποιον λόγο δεν έτρεξα και το μόνο που σκέφτηκα είναι ότι θα σκιστεί η καλή μου μπλούζα και θα θυμώσει η μάνα μου και θα γραντζουνίσω το πρόσωπό μου και θα θυμώσει ο πατέρας μου, γιατί μπορεί να με έτρεχε στα νοσοκομεία κι είχε δουλειές.”Θα σε γ@μ….!!!”, έλεγε ο νταής στη στήλη άλατος, που τον περίμενε μοιρολατρικά και σκεφτόταν τις συνέπειες της ανοησίας που έκανε να τα βάλει μαζί του.
Και τότε συνέβη το θαύμα. “Ποιον θα γ@μ…, ρε;;;;”, ακούστηκε η θυμωμένη φωνή του πατέρα μου κι ήταν η πρώτη φορά που τον άκουσα να βρίζει, τουλάχιστον μπροστά μου. Ήταν κάτι που μου απαγόρευε ρητά! Ειδικά τέτοιες λέξεις για όλους εκείνους τους μαθητές εκείνης της Τετάρτης Δημοτικού ήταν απαγορευμένες. Ειδικά στη στήλη άλατος θα μπορούσαν να επιφέρουν απαγόρευση πολλών παγωτών, ίσως και μπάνιων στη θάλασσα. Ήταν λέξεις απλά αδιανόητες.Ποιος είσαι συ και πού μένεις, ΡΕ;”, συνέχισε έχοντας φτάσει σχεδόν δίπλα του. Και τότε κατάλαβα για πρώτη φορά το πόσο ο συσχετισμός δυνάμεων και συμμάχων καθορίζει αποτελέσματα μαχών, σε συνδυασμό με τη γεωστρατηγική, καθώς “έπαιζα” και στην έδρα μου. Τότε κατάλαβα πόσο σωτήριο φαινόταν το ιππικό στους πεζικάριους. Και πήρα θάρρος.
“Μου πέταξε πέτρα, κύριε!!”, ψέλλισε ο νταής. “Εσύ άρχισες, ΡΕ!”, απάντησε η μέχρι πρότινος στήλη άλατος. Και με τα πολλά φτάσαμε έξω απ’το σπίτι του. Φώναξε τον πατέρα του. Είδα έναν βρώμικο κακομοίρη με άσπρη φανέλα, που από μακριά έδειχνε πως η ζωή τού έφερνε δυσκολίες. Άρχισε να ρωτά και να μαθαίνει τα καθέκαστα κι εκεί που μιλούσε, μου μύρισε ούζο. “Παιδιά είναι, μωρέ! Θα χτυπηθούν, θα πλακωθούν, θα βριστούν, μετά όμως θα είναι φίλοι πάλι!”, είπε ο κακομοίρης. Και θυμάμαι πόσο νευρίασε ο πατέρας μου με αυτό το “παιδιά είναι, μωρέ” και πόσο ευγενικά προσπαθούσε να του εξηγήσει τη συμπεριφορά του γιου του, χωρίς να γνωρίζει τον όρο “μπούλινγκ”. Πόσο προσπαθούσε να του εξηγήσει ότι το “παιδιά είναι, μωρέ” οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε παραβατική συμπεριφορά και σε φυλακές. Είχε αφήσει έξω τους τάφους, αλλά μάλλον το έκανε επίτηδες. Ποτέ δεν του άρεσε, άλλωστε, το μελό…
Λίγα χρόνια μετά, στην Έκτη δημοτικού, έμαθα ότι ο νταής είχε χάσει τη μάνα του, όταν ήταν τριών. Ίσως γι’ αυτό έβριζε τόσο έντονα των άλλων. Και αρκετά χρόνια αργότερα, όταν ήμουν στο Πανεπιστήμιο, έμαθα ότι ο νταής μπήκε φυλακή. Δεν ξανάμαθα κάτι γι’ αυτόν, δεν ξέρω καν πού είναι και τι κάνει. Αυτό που ξέρω όμως είναι ότι όσο υπάρχουν γονείς που θα λένε, “έλα, μωρέ, παιδιά είναι”, όσο θα είναι περήφανοι για το ότι το καμάρι τους πλακώνεται ατρόμητος και τις γυναίκες τις κουτουπώνει πέντε-πέντε, κάποια χρόνια μετά θα λένε στα κανάλια ότι οι γιοι τους έχουν προφίσιενσυ ή ότι είναι καταπληκτικά κι ευαίσθητα παιδιά. Χωρίς να ξέρουν, βέβαια, ότι οι γιοι τους εκτός από το “σώμα”, έχουν γ@μ#σ€/ και την ψυχή και την ψυχολογία των θυμάτων και των γονιών τους. Χωρίς να ξέρουν ότι είναι ηθικοί αυτουργοί κι ίσως θα ‘πρεπε να αλλάξει γι’ αυτούς κι ο Νόμος.
Κάποτε δεν καταλάβαινα γιατί με μάλωνε τόσο έντονα ο πατέρας μου, όταν πλακωνόμουν στο ξύλο. Κάποτε, όμως, κατάλαβα ότι είναι μεγάλη υπόθεση για σένα τον ίδιο να είσαι περήφανος για τους γονείς σου, επειδή ακριβώς σε μάλωναν για αυτόν τον λόγο…
ΘΑΝΟΣ ΚΛΕΤΣΑΣ
Ο Αθ. Κλέτσας (Θάνος για τους φίλους) είναι κλασσικός φιλόλογος με μεταπτυχιακές σπουδές στην Διοίκηση Εκπαιδευτικών Μονάδων και τη Φιλοσοφία της εκπαίδευσης. Κατάγεται από τις Σέρρες και ζει μόνιμα στη Ρόδο, όπου υπηρετεί πλέον ως Διευθυντής του Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας. Μιλάει λίγο, γράφει πολύ.