Από τις γιαγιάδες μαθαίνεις πολλά πράγματα. Ειδικά από αυτές των μικρών χωριών, που τελείωσαν με το ζόρι την τρίτη Δημοτικού.
Όπως η γιαγιά ενός μικρού υπερκινητικού και περίεργου για όλα ζιζανίου, που την τρέλαινε με ερωτήσεις. Το ότι έζησε όλη της τη ζωή σ’ ένα χωριουδάκι στην εξοχή, εκεί στο σερραϊκό κάμπο, αρκετά χιλιόμετρα από την πόλη, μπορεί να μην τον βοήθησε στο να λύνει εξισώσεις ή να παίζει στα δάκτυλα τη Φυσική και τη Γλώσσα, αλλά του χάρισε άλλα δώρα: όπως το να βλέπει για πλάκα πεταλούδες, να διακρίνει χωρίς δυσκολία ήχους μαγικούς από πολύχρωμα έντομα, να ξέρει τα δέντρα απ’ τα φύλλα τους και τα λουλούδια απ’ τη μυρωδιά τους.
Το Σάββατο του Λαζάρου, λοιπόν, το μικρό αυτό ζιζάνιο ξυπνούσε νωρίς και τους ξυπνούσε όλους, για να πάνε στη γιαγιά να του φτιάξει “λαζαράκια”. Ήταν το έθιμο. Και δεν πα’ να ‘χε δουλειές η γιαγιά ή να μην ήταν καλά, έπρεπε να τ’ αφήσει όλα για τα αγαπημένα του μπισκότα. Και ο μικρός πάντα άκουγε την ιστορία του Λαζάρου – ήταν η συμφωνία για τα κουλουράκια, που του τα ετοίμαζε με μεράκι. Και να ρωτά το ζιζάνιο πού είναι η Λάρνακα, γιατί εκεί πήγε ο Λάζαρος μετά τη Σταύρωση του Χριστού, όπου και έζησε για άλλα 30 χρόνια, λες και τον ενδιέφερε τότε… Και μάθαινε για τη Λάρνακα στο περίπου πού είναι, αφού η Κύπρος, σύμφωνα με τη γιαγιά του – και για όλες μάλλον τις βασανισμένες γιαγιάδες, που δεν τελείωσαν το Δημοτικό – συνόρευε με τη Ρωσία. Μάθαινε ότι είναι η μόνη χριστιανική πόλη, όπου στους επισκοπικούς θρόνους είναι σκαλισμένος ο Λάζαρος κι όχι ο Χριστός. Μάθαινε λεπτομέρειες ίσως ανούσιες τότε για ένα 6χρονο μυαλουδάκι, αλλά μάθαινε πολλά. Πόσα ήξερε η γιαγιά του! Μάθαινε, επίσης, κάθε τέτοιο Σάββατο ότι το “δεύρο έξω” σημαίνει “βγες έξω” (και ας του ‘λεγε η δασκάλα κάποια χρόνια μετά ότι ο Χριστούλης δεν είπε “δεύρο έξω”, γιατί δε μιλούσε ελληνικά, και ότι το “δεύρο” δεν είναι προστακτική, αλλά επίρρημα).
Και το ίδιο βράδυ κοιμόταν “στρωματσάδα” στο πάντα φιλόξενο σπίτι της γιαγιάς, εκεί στον πρώτο όροφο, παρέα με την ανεπαίσθητη μυρωδιά από τα δωμάτια που έβαζαν τα καπνά, με θέα τον κάμπο και τον απέραντο νυχτερινό ουρανό. Και το επόμενο πρωί ξημέρωνε η γιορτή της μάνας του, των Βαΐων, γιορτή μεγαλύτερη ακόμα κι απ’ αυτήν την Μητέρας για το σπίτι. Και η Άνοιξη έμπαινε θριαμβευτικά με το πρώτο ξύπνημα απ’ το ανοικτό παράθυρο κι ύστερα έμπαινε επιτακτικά από την πόρτα με τα βάγια που έφερνε ο παππούς και τα κρατούσαν στο εικονοστάσι όλον τον χρόνο. Βέβαια, όταν κάποιος είναι μικρός, ακόμα κι αν γιορτάζουν οι μεγάλοι, έχει τα οφέλη του, κάτι που ίσχυε και για το μικρό ζιζάνιο, το οποίο γέμιζε από γλυκά και αγκαλιές συγγενών για τα “χρόνια πολλά” προς τη μητέρα του. Κι η μέρα αυτή ήταν πάντα με ήλιο, ακόμα κι όταν είχε σύννεφα, γιατί είχε τα βάγια του Χριστού στην καρδιά κι όλοι τον λάτρευαν και τον πρόσεχαν, ακόμα και στις αταξίες του.
Και δεν έφευγε από εκείνο το ευλογημένο σπίτι, ήθελε να περνά όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα με τη γιαγιά και τις ιστορίες της. Και μπορεί ο Νυμφίος τη Μ. Δευτέρα να του θύμιζε όνομα πεταλούδας κι η Κασσιανή να έμοιαζε με φίλη της γιαγιάς, μπορεί η Ακολουθία του Νιπτήρος να του έφερνε στο νου το νεροχύτη της κουζίνας, αλλά πάντα ντυνόταν παππαδάκι κι άκουγε με βαριεστημένη προσοχή όλα τα τροπάρια του παπά. Ήξερε ότι μετά η γιαγιά θα του εξηγήσει την ιστορία της ημέρας καλύτερα, γιατί τα έλεγε σε γλώσσα που καταλάβαινε. Κι όταν έφτανε η Μεγάλη Πέμπτη, ήταν η αγαπημένη του μέρα, γιατί βοηθούσε στο βάψιμο των αυγών και μάθαινε όλη την ιστορία του Γολγοθά, αν και στενοχωριόταν που σταυρώθηκε ο Χριστούλης. Δεν μπορούσε να καταλάβει και ρωτούσε συνέχεια πριν κοιμηθεί γιατί όσοι τον υποδέχθηκαν με βάγια, του φέρθηκαν μετά τόσο σκληρά. Και την Μ. Παρασκευή τον πήγαινε η γιαγιά κατά τις 12 στην εκκλησία και περνούσε πολλές φορές κάτω από τον Επιτάφιο, πράξη που επαναλάμβανε για αρκετά χρόνια, μέχρι να φτάσει Γυμνάσιο και να δυσκολεύεται, γιατί είχε ψηλώσει πολύ κι ο Εσταυρωμένος ήταν πια στη μέση του. Και το ίδιο βράδυ τον ακολουθούσε από κοντά κι επαναλάμβανε μόνο το “Ω γλυκύ μου Έαρ”, γιατί ήταν οι μόνες λέξεις που ανεξήγητα του άρεσαν. Μύριζαν τόσο όμορφα, καθώς πετούσαν ψηλά στον ανοιξιάτικο ουρανό, ανακατεμένες με το γιασεμί από τις αυλές που προσπερνούσαν και τα υπόλοιπα λουλούδια που πεισματικά φύτρωναν δίπλα στην άσφαλτο του δρόμου.
Δυστυχώς, αρκετά χρόνια μετά, με την άνοια να διεκδικεί – και να κερδίζει σταδιακά – την πνευματική υγεία της γιαγιάς, ο μικρούλης έμαθε ότι ο Χριστός τελικά είπε “Lazarus, come forth”. Και ήταν η σειρά του – φοιτητής πια – να της μάθει (να προσπαθεί, τουλάχιστον) ότι αυτό το είπε ο Ρόμπερτ Πάουελ, που του το είπε να το πει ο Φράνκο Τζεφιρέλι στη σειρά “Ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ”. Κι ότι όλοι αυτοί είναι ηθοποιοί και υποκρίνονται ρόλους. Ώσπου κατάλαβε ότι της ήταν δύσκολο πια να ξεχωρίσει ποιος ήταν ο Λάζαρος και ποιος ο Χριστός. Και ότι ήταν μάλλον καλύτερα να μη βλέπει τη σκηνή της Σταύρωσης, γιατί τη θεωρούσε αληθινή και έκλαιγε.
Κάποια στιγμή “έφυγε” η γιαγιά.
Κι από τότε αυτός κατάλαβε ότι η γιαγιά του ήξερε πολλά κι ίσως τα πιο σημαντικά, για να είναι όμορφη η ζωή ενός μικρού εγγονού, όσο ζιζάνιο κι αν ήταν. Κι ας μην ήξερε από εξισώσεις. Κι ας μη γνώριζε πού πέφτει η Κύπρος…
ΘΑΝΟΣ ΚΛΕΤΣΑΣ
Ο Αθ. Κλέτσας (Θάνος για τους φίλους) είναι κλασσικός φιλόλογος με μεταπτυχιακές σπουδές στην Διοίκηση Εκπαιδευτικών Μονάδων και τη Φιλοσοφία της εκπαίδευσης. Κατάγεται από τις Σέρρες και ζει μόνιμα στη Ρόδο, όπου υπηρετεί πλέον ως Διευθυντής του Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας. Μιλάει λίγο, γράφει πολύ.