Οι γονείς μας παλεύουν, όπως όλοι οι γονείς, μόνοι. Μιλάμε συχνά στο τηλέφωνο, σε μια προσπάθεια να πάρουν κουράγιο, να τιθασεύσουν τον φόβο του θανάτου, που πιστεύουμε ότι κουβαλούν ως σταυρό αυτές οι ηλικίες. Μα αντί να φοβούνται, προσπαθούν να βοηθήσουν εμάς, να αποπροσανατολίσουν τις τύψεις που νιώθουμε, επειδή δεν μπορούμε να τους βοηθήσουμε περισσότερο.
“Να προσέχεις” είναι η μόνιμη επωδός, πριν το κλείσιμο του τηλεφώνου. Δυο λέξεις που δεν τις ακούς, παρά μόνο τις νιώθεις. Αισθάνεσαι τι αγωνία κρύβουν, γιατί γι’ αυτούς παραμένεις το παιδί τους, που ακόμα κι αν αρρωστήσει στα 40 και του, δε θα κοιμηθούν το βράδυ, γιατί δε θα μπορούν να σε φροντίσουν.
Σήμερα είδα τη συγκεκριμένη φώτο στο Internet. Μια κόρη που αφήνει στη μάνα της φαγητό έξω από την πόρτα της και σκίζεται η καρδιά της από πόνο, γιατί δεν κάνει να την αγκαλιάσει. Έλα, όμως, που δε γίνεται χωρίς αγκαλιά. Αγριεύει το μέσα σου. Αλλά θα περάσει. Η αγριάδα θα φύγει. Όλα θα πάνε καλά… “Θα περάσει, μαμά”, της γράφει και βάζει το πανανθρώπινο “emoji” της αγάπης. Δεν τη γνωρίζω, αλλά τη συμπονώ τη γυναίκα. ανιώθω τον πόνο της. Κι αυτό το “θα περάσει, μαμά”, που έγραψε μέσα μου, ακόμα κι αν έχουμε να το ξεστομίσουμε από την απογαλακτισμένη εφηβεία μας, θα μπορούσε να γίνει το επόμενο σλόγκαν μας μετά το “μένουμε σπίτι”.
Κι επειδή στα δύσκολα και τα έντονα το χιούμορ σώζει, έπιασα κι έγραψα ένα ποίημα υψηλών προδιαγραφών, περιγράφοντας όλα όσα ειπώθηκαν στο τελευταίο τηλεφώνημα, για να αποφορτίσω το κλίμα. Φυσικά, απαγορεύεται ακόμα και να γράφουμε το “μαζευτείτε, θ’ απαγγειλ…” (σσσσσ…!!!). Το ποίημα, επαναλαμβάνω, είναι υψηλών προδιαγραφών και πρέπει να διαβαστεί με την αρμόζουσα θέση της φωνής. Η ποίηση σώζει.
Και το ποίημα έχει ως εξής:
-Βρε πατέρα, είσαι μέσα;
-Είμαι, γιε μου, έχω μπέσα.
-Σίγουρα, μωρέ, είσαι σπίτι;
Γιατ’ ακούω ένα σπουργίτι.
Βάλε Skype να σε δω.
-Τρώω τώρα, δεν μπορώ.
-Η μητέρα μου τι κάνει;
Το ‘χει ρίξει στο σεργιάνι;
-Ήρθ’ η Άνοιξη, μου λέει,
μέσα κάθεται και κλαίει.
Το μαλλί της όλο ασπρίζει,
στη βεράντα σεργιανίζει.
Λίγη ώρα στην κουζίνα,
λίγη σκούπα και φασίνα.
Λίγο διάβασμα μετά,
“Μέλισσες” και άντε γεια.
Κι αφού τελείωσε η ποιητική σύνθεση κι η Μούσα εξήλθε του χώρου, το μάτι έπεσε σε αγαπημένα αντικείμενα.
Και κάτι δώρα τους, κάτι μπρελόκ και κομποσχοίνια, είναι πλέον μπροστά-μπροστά στο γραφείο.
Όλα θα πάνε καλά!! Θα περάσει…
ΘΑΝΟΣ ΚΛΕΤΣΑΣ
Ο Αθ. Κλέτσας (Θάνος για τους φίλους) είναι κλασσικός φιλόλογος με μεταπτυχιακές σπουδές στην Διοίκηση Εκπαιδευτικών Μονάδων και τη Φιλοσοφία της εκπαίδευσης. Κατάγεται από τις Σέρρες και ζει μόνιμα στη Ρόδο, όπου υπηρετεί πλέον ως Διευθυντής του Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας. Μιλάει λίγο, γράφει πολύ.