Του Αγίου Αντωνίου σήμερα κι όλοι οι Αντώνηδες έχουν την τιμητική τους. Δεν ξέρω, όμως, γιατί, αλλά κάθε τέτοια μέρα μού ‘ρχονται στο νου δύο Αντώνηδες. ο πρώτος είναι ο Αντωνάκης απ’ το “Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα”. Ο ντόμπρος και λιγομίλητος Αντωνάκης, με τον φίλο του τον στρατηγό, που τα λέει “τσεκουράτα” (αλλά που στο δικό του σπίτι “ρουφάει το αυγό του” μπροστά στη γυναίκα του), τον φίλο του τον παρλαπίπα δικηγόρο, που μέσα στις αερολογίες του ήταν και η λέξη “φιλία”, γιατί στο τέλος ανέλαβε την υπεράσπιση της Ελενίτσας, αλλά και τον σεμνό φαρμακοποιό, που κι αυτός πάντα εκτελούσε “άνωθεν εντολάς”, ήτοι της γυναικός του.
Ο Αντωνάκης, λοιπόν, αυτός, ο ιδιαίτερος τύπος Έλληνα της δεκαετίας του ’60, ο επιφυλακτικός, που κοιτάει τη δουλειά του και θέλει κι απ’ τους άλλους να κάνουν το ίδιο, που ζει με μέτρο κι αγαπάει τη γυναίκα του σπιτιού του μ’ ένα δικό του, ιδιαίτερο και δωρικό τρόπο, αυτός ο Αντωνάκης είναι ο άνδρας, που λες ότι θα ήθελες να έχεις για φίλο. Για το φιλότιμό του, τη δωρικότητά του στην έκφραση συναισθημάτων κι απόψεων, για τα φερέγγυα λόγια του (γιατί αν δεν είναι όπως τα λέει, να πέσει το ταβάνι να τον πλακώσει).
Ο άλλος είναι ο κυρ-Αντώνης της Μελίνας και του Χατζηδάκι. Αυτός είναι μία διαφορετική περίπτωση, πιο φευγάτη. Πάει καιρός που ζούσε μόνος του σε μια αυλή, μ’ ένα κανάτι, ένα κρεβάτι και με κρασί πολύ. Περήφανος, στητός, είχε δυο μάτια γαλανά και τα μαλλιά του ήταν πάντα αχτένιστα. Και μπορεί τα ρούχα του να ήταν παλιά και φτωχικά, πάντα όμως φορούσε ένα λουλούδι στο πέτο. Όλοι τον αγαπούσαμε, ίσως γιατί μας άφηνε να μετράμε μαζί του τ’ αστέρια και τα παιδιά (μεγάλα και μικρά) τρελαίνονται να μετρούν τ’ άστρα. Κι ήσαν φορές που μαζί του πηδούσαμε τις φωτιές του αγίου και περιμέναμε καρτερικά να βρέξει, να έρθει η βροχή, όπως έλεγε.
Κι αυτόν τον Έλληνα, τον κυρ-Αντώνη, θα θελες να τον έχεις φίλο. Θα θέλαμε όλοι, κι ας ξεχνούσαμε πάντα τον καημό του. Μαζί του, όμως, σαν πουλιά τριγυρνούσαμε, πάντα εκεί, στην αυλή του. Κι ας γελούσαμε σαν παιδιά, όταν έκανε την προσευχή του. Η αλήθεια είναι ότι αυτός μας έμαθε πώς γίνεται η προσευχή. Και μετά την προσευχή ο κυρ-Αντώνης μάς καληνύχτιζε βιαστικά. Βιαζόταν να πάει να κοιμηθεί. Ίσως γιατί το βράδυ στα όνειρά του είχε την επιθυμία να θυμηθεί ό,τι ποτέ δεν έζησε, μέσα στ’ όνειρο που ζει. Μα η νύχτα φεύγει γοργά κι η χαραυγή τον βρίσκει άυπνο και λυπημένο.
Κι ένα βράδυ, όπως όλα τα βράδια που περάσανε, ο κυρ-Αντώνης έστρωσε, για να κοιμηθεί. Εμείς την επόμενη τον περιμέναμε καρτερικά να φανεί στην πόρτα. Για να γελάσουμε πάλι, για τρέξουμε μαζί του σαν πουλιά, για να μετρήσουμε το βράδυ τ’ άστρα. Μα ο κυρ-Αντώνης δε βγήκε ποτέ στην αυλή, δε θα βγει ξανά, αφού για πάντα μεσ στ’ όνειρό του θέλησε πια να ζει.
Τόσοι Αντώνηδες υπάρχουν, παλιοί και νέοι, ηθοποιοί, τραγουδιστές, παρουσιαστές, πολιτικοί. Δε θα τους ήθελες, όμως, για φίλους. Κι ας γουστάρεις τον Αντώνη Ρέμο, γιατί έτσι ξαφνικά ερωτεύτηκες, κι ας μεράκλωσες με τον Αντώνη Ρεπάνη, όταν χώρισες και της είπες “σβήσε με, κυρά μου, απ’ τα τεφτέρια σου”. Κι ας συμπαθείς τον Αντώνη Κανάκη, γιατί δεν ξέρεις κι εσύ το γιατί, κι ας ζηλεύεις κρυφά τον Μάρκο Αντώνιο, γιατί θέλεις ενδόμυχα την αιώνια γυναίκα. Κι ας γελάς με τον Αντώνη Καφετζόπουλο, γιατί κι οι παντρεμένοι έχουν ψυχή. Κι ας “πηγαίνεις” τον Κουίν, τον Χόπκινς και τον Πέρκινς, γιατί σιχαίνεσαι τον Σαμαρά και τον Μπλερ. Κι ας μαγεύεσαι, τέλος, απ’ τον Γκαουντί, τον Τσέχωφ και τον Ντε σαιντ-Εξυπερύ. Ο Αντώνης της καρδιάς σου στη ζωή είναι ο Κοκοβίκος και στ’ όνειρο ο κυρ-Αντώνης της Μελίνας. Ο ανθρώπινος Αντώνης, που πολεμά τους πειρασμούς του κι ας ενδίδει στο τέλος.
Αχ, κυρ-Αντώνη, πώς σ’ αγαπάμε…
ΘΑΝΟΣ ΚΛΕΤΣΑΣ
Ο Αθ. Κλέτσας (Θάνος για τους φίλους) είναι κλασσικός φιλόλογος με μεταπτυχιακές σπουδές στην Διοίκηση Εκπαιδευτικών Μονάδων και τη Φιλοσοφία της εκπαίδευσης. Κατάγεται από τις Σέρρες και ζει μόνιμα στη Ρόδο, όπου υπηρετεί πλέον ως Διευθυντής του Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας. Μιλάει λίγο, γράφει πολύ.