Από τα γεγονότα της νεότερης ιστορίας της Ελλάδος, εκείνο που πάντα μου προξενούσε τη μεγαλύτερη εντύπωση ήταν ο Εμφύλιος του 1823. Δεν μπορούσα να καταλάβω με ποια λογική οι επαναστατημένοι Έλληνες στράφηκαν ο ένας κατά του άλλου ενόσω ακόμα δεν είχαν διασφαλίσει πραγματικά ούτε μια σπιθαμή εδάφους, και πώς βρήκαν το κουράγιο, σε μια από τις πιο δύσκολες καμπές της Επανάστασης, να αφήσουν τον κοινό εχθρό και να ασχοληθούν με τις εσωτερικές έριδες. Αναρωτιόμουν μέχρι που έζησα τα Συλλαλητήρια για τη Μακεδονία και τις ζυμώσεις που ακολούθησαν για τη δημιουργία ενός υγιούς πατριωτικού μετώπου με εκλογικό ορίζοντα – που είναι και το προκείμενο. Είχα αναφερθεί και στο παρελθόν στο ταλέντο μας να διχαζόμαστε με κάθε ευκαιρία, είναι όμως άλλο πράγμα να το διαβάζεις στα βιβλία και άλλο να το ζεις, ακριβώς στις κρίσιμες στιγμές που θα έπρεπε να υπερισχύει ο κοινός σκοπός και η ενότητα να είναι αυτονόητη.
Το πρώτο πρόβλημα που εμφανίστηκε χρονικά ήταν οι ατομικές φιλοδοξίες που εκδηλώθηκαν πριν πραγματοποιηθεί το πρώτο Συλλαλητήριο στη Θεσσαλονίκη, κι ενώ ακόμη κανείς δεν ήξερε αν ο Λαός που θα ανταποκριθεί θα μετριέται σε εκατοντάδες χιλιάδες, όπως εν τέλει συνέβη, ή σε εκατοντάδες …σκέτο, όπως αρχικά αναμενόταν. Το δεύτερο “πρόβλημα”, αν μπορούμε να το χαρακτηρίσουμε έτσι, ήταν η δύναμη του Συλλαλητηρίου, η συγκλονιστική συμμετοχή του κόσμου, την οποία ορισμένοι από τους συμμετέχοντες στην οργάνωση δεν μπόρεσαν να διαχειριστούν ψυχολογικά, για να το θέσω όσο πιο κομψά μπορώ. Το τρίτο ήταν οι εμμονές στις προσωπικές απόψεις και η άρνηση ορισμένων από τους διοργανωτές να δεχθούν βοήθεια παρότι αδυνατούσαν, όπως αποδείχθηκε, να σταθούν στο ύψος του εγχειρήματος, με αποτέλεσμα να γίνουν οι παρεκτροπές που όλοι είδαμε στο πρώτο Συλλαλητήριο της Αθήνας, κι εκείνες που δυστυχώς δεν αποφεύχθησαν ούτε στο τελευταίο. Και βέβαια, πάντα υπήρχε – και μάλλον ήταν το πιο διαλυτικό φαινόμενο – αυτό που ονομάζεται προσωπική ατζέντα: όλοι πασχίζαμε για τον ίδιο σκοπό, ορισμένοι όμως συμμετείχαν στην προσπάθεια για διαφορετικό λόγο.
Εν τέλει, μετά το τέλος των Συλλαλητηρίων, από όσους αποτέλεσαν κεντρικά πρόσωπα, όχι μόνο των προβλημάτων που όλοι είδαμε, αλλά και της αδιαμφισβήτητης επιτυχίας τους, κανείς δεν ήθελε να μιλήσει, να ανταλλάξει έστω μια καλημέρα, με σχεδόν κανέναν άλλον. Στην προσπάθεια να δημιουργηθεί ένα κοινό μέτωπο που θα μπορεί να διεκδικήσει ρυθμιστικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα και να τον χρησιμοποιήσει υπέρ του κοινού σκοπού, που είναι η ανατροπή της επαίσχυντης Συμφωνίας των Πρεσπών, μίλησα προσωπικά σχεδόν με όλους τους διοργανωτές, και καθένας είχε να μου πει για σχεδόν καθέναν από όλους τους υπόλοιπους κάτι που αποτελούσε κόκκινο πανί στο ενδεχόμενο συνεργασίας. Τόσοι λίγοι άνθρωποι, συμμέτοχοι μιας τόσο μεγάλης επιτυχίας, μα τόσο δύσκολο να συνεννοηθούν και να συμπορευτούν…
Όμως, το ίδιο διάστημα δεν ήταν τα Συλλαλητήρια το μόνο ενδιαφέρον που συνέβη ως κίνηση “από τα κάτω”. Αντίστοιχος διάλογος έλαβε χώρα και σε δεύτερο επίπεδο, στις κινήσεις πολιτών για τον ουσιαστικό εκδημοκρατισμό του πολιτεύματος. Βλέποντας το ναυάγιο της Δημοκρατίας στις Πρέσπες δεν ήταν λίγοι εκείνοι που αντιλήφθηκαν ότι το πρόβλημα της χώρας είναι πολύ βαθύτερο, είναι πρόβλημα θεσμών. Συμμετέχοντας και σε αυτόν το διάλογο γνώρισα, όπως και στα Συλλαλητήρια, και εκτίμησα βαθύτατα ανθρώπους με τους οποίους με συνδέουν πλέον ισχυρές φιλικές σχέσεις, έγινα κοινωνός απόψεων που δεν είχα ξανακούσει, άλλαξα γνώμη σε ορισμένα θέματα, διδάχθηκα. Κι όμως, ούτε και οι εκδημοκρατικές (όπως ίσως θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν) κινήσεις πολιτών δεν κατάφεραν να σχηματίσουν κοινό μέτωπο, εν μέρει για τους ίδιους λόγους: προσωπικές ατζέντες, ατομικές φιλοδοξίες, κι επιπλέον περιχαρακωμένοι ιδεολογικοί χώροι και “αυθεντικές”, μοναδικές “αλήθειες”, κάποιες από τις οποίες μάλιστα επιμένουν να περιφρονούν την κοινή λογική.
Το αποτέλεσμα, και στα δυο επίπεδα, δυστυχώς το ίδιο: αποτυχία δημιουργίας ενός κοινού πολιτικού φορέα, με βάθος και εκτόπισμα, ο οποίος θα μπορούσε να διεκδικήσει με αξιώσεις ρυθμιστικό ρόλο και έτσι να τεθεί στην κεφαλή του αγώνα για τον ουσιαστικό εκδημοκρατισμό του Πολιτεύματος και την επάνοδο του υγιούς πατριωτισμού στο προσκήνιο, με πρώτο μέλημα την ανατροπή της Συμφωνίας των Πρεσπών.
Κάποιος ίσως να σκεφθεί ότι όλα τα παραπάνω είναι ανθρώπινα και αναμενόμενα στη αρχή κάθε νέας προσπάθειας, και ότι απλά χρειάζεται χρόνος. Και ίσως πράγματι να είναι έτσι. Ωστόσο, η φράση “όλες οι ώρες δεν είναι ίδιες” ισχύει στην πολιτική περισσότερο από κάθε άλλη ανθρώπινη δραστηριότητα. Σήμερα είναι η ώρα, ο κατάλληλος πολιτικός χρόνος, το timing, όπως θέλετε πείτε το, για να ξεκινήσει η ανατροπή της Συμφωνίας των Πρεσπών. Και δεν είναι μόνο ο κατάλληλος χρόνος, αλλά συνάμα και η μόνη και τελευταία ευκαιρία. Αν η ανατροπή της Συμφωνίας δεν ξεκινήσει στην προσεχή κοινοβουλευτική περίοδο, πιθανότατα δε θα συμβεί ποτέ. Ταυτόχρονα, στην ίδια ακριβώς κοινοβουλευτική περίοδο βρίσκεται μπροστά μας, για πρώτη φορά μετά τη μεταπολίτευση, και η συνταγματική αναθεώρηση με σχεδόν όλα τα κεφάλαια που έχουν να κάνουν με τον εκδημοκρατισμό της χώρας ανοιχτά. Ο Πρωθυπουργός που έρχεται δε θέλει κανένα από τα δυο, και η επόμενη ευκαιρία, τουλάχιστον για τον εκδημοκρατισμό του πολιτεύματος, θα είναι σε τουλάχιστον δέκα χρόνια. Κι όμως, 25 μόνο μέρες πριν τις εκλογές οι πατριώτες, και από τον έναν και από τον άλλο χώρο, είναι ακόμη χαμένοι στη μετάφραση…

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΡΙΣΣΗΣ
Σύμβουλος Στρατηγικής, Δικηγόρος και Οικονομολόγος. Οι πολιτικές του απόψεις συνοψίζονται στη φράση "ελεύθερη οικονομία με κρατική εποπτεία χάριν της κοινωνικής δικαιοσύνης" αλλά, όπως λέει, δεν εκπροσωπούνται πια στη Βουλή. Διαβάζει όσο περισσότερο μπορεί, γράφει μόνο για ό,τι ξέρει.