Ήταν 30 του Μάρτη πριν αρκετά χρόνια. Πρωί. Παγωνιά και αγιάζι πλάκωνε τη διάθεση των μελλοθάνατων και το καμιόνι που τους μετέφερε, είχε ξεκινήσει για να τους πάει -ως άλλη βάρκα- στην Αχερουσία τους.
“-Που πάμε, Νίκο?
-Βόλτα, για καθαρό αέρα”.
Και το καμιόνι συνέχισε την πορεία του. Αργά, γιατί ο δρόμος γλυστρούσε.
Γρήγορα, όμως, για τον Νίκο και τους υπόλοιπους πίσω, που ανέπνεαν ήδη το μύθο τους, εκείνο το παγωμένο πρωινό.
Το καμιόνι σταμάτησε. Οι αρβύλες των φρουρών ακούστηκαν δυνατά, καθώς πατούσαν τη γη. Βιαστικά κατέβασαν τους μελλοθάνατους και τους γύρισαν πλάτη, λες και τους ντρεπόντουσαν.
Λίγο μετά πυροβολισμοί. Κανένα κορμί δεν έμεινε όρθιο. Κανένα κορμί δεν άντεξε τις σφαίρες της Πατρίδας. Όλα πέσαν στο χώμα, μαζί μ’ ένα κόκκινο γαρύφαλλο. Τι κι αν εκατοντάδες χιλιάδες τηλεγραφήματα απ’ όλον τον κόσμο ζητούσαν να δοθεί χάρη, τι κι αν ο Σαρτρ, ο Κοκτώ, ο Τσάρλι Τσάπλιν κι άλλοι σπουδαίοι κάνανε αγώνα για να ματαιωθεί η εκτέλεση. Η Πατρίδα τούς ήθελε νεκρούς, σε ήθελε νεκρό, Νίκο. Δε την ένοιαζε που θα ερχόταν ο γιος σου σε λίγο, δε την ένοιαζε που ήθελες να γεννηθεί σε έναν κόσμο καλύτερο. Σε ήθελε νεκρό. Και σε σκότωσε.
Και πέρασαν εξήντα εφτά χρόνια…
Κι ακόμα να σε σκοτώσουν. Κι ακόμα να μαραθεί το λουλούδι που κρατούσες. Κι ακόμα να ξεπλύνει το κρίμα της η Πατρίδα. Οι αριστεροί συνεχίζουν να σηκώνουν τις γροθιές τους, συνεχίζουν να τιμούν τον αγώνα σου. Αλλά και να δοξάζουν τη Μυρσίνη, που έκλεβε την υστεροφημία του πατέρα της, να πολεμούν τη διαπλοκή με πρωτομάστορα τον ηγέτη της.
Κι οι υπόλοιποι, πολίτες μιας πατρίδας ξεπουλημένης, να σε τιμούμε με σεβασμό κάθε 30 του Μάρτη και κάθε 31 να βυθιζόμαστε στον καναπέ της βολεμένης μας ύπαρξης.
Κι αν βλέπεις από ψηλά τον Πρωθυπουργό να χαμογελά, μην ξεγελαστείς. Οι αγελάδες είναι ισχνές, ο βασιλιάς Αλέξανδρος δε ζει. Κι αν φέτος σε ξεχάσουν πολλοί, ξέρεις ότι έτσι γινεται. Στην Ελλάδα του Ντάνου έτσι γίνεται: όλοι ξεχνιούνται, όλοι κι όλα. Και τα καλά και τα στραβά. Ειδικά το αίμα που χύνεται. Ειδικά, όταν δε βολεύει.
Εκτός Ελλάδας, βέβαια, ο Πικάσο δεν μπόρεσε να τελειώσει τον πίνακά σου. Δε χωρούσε, λέει, μέσα σ’ αυτόν το ηθικό σου μεγαλείο. Αλλά τι να μας πει κι αυτός; Περιστέρια ζωγράφιζε και Γκουέρνικες. Πού να χωρέσει το κόκκινο που έκρυβε το αίμα σου. Πού να χωρέσει το κόκκινο που έκρυβε το γαρύφαλλό σου. Αυτό το γαρύφαλλο… Δεν το πρόσεξε κανείς. Μα αυτό, όταν κύλησε απ’ το άψυχό χέρι σου, έβγαλε ρίζες. Βαθιές.
Του χρόνου πάλι…!!!
ΘΑΝΟΣ ΚΛΕΤΣΑΣ
Ο Αθ. Κλέτσας (Θάνος για τους φίλους) είναι κλασσικός φιλόλογος με μεταπτυχιακές σπουδές στην Διοίκηση Εκπαιδευτικών Μονάδων και τη Φιλοσοφία της εκπαίδευσης. Κατάγεται από τις Σέρρες και ζει μόνιμα στη Ρόδο, όπου υπηρετεί πλέον ως Διευθυντής του Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας. Μιλάει λίγο, γράφει πολύ.