Σήμερα θα ήθελα να γράψω δυο πράγματα για μια μεγάλη ντίβα του σινεμά, μια ντίβα που τη θυμήθηκα τυχαία, κατά την επίσκεψη πριν λίγες μέρες του Γάλλου προέδρου Μακρόν στην πρωτεύουσα.. Ξέρετε, εκείνες τις μέρες που οι Αθηναίοι εξασκούσαν τα «γαλλικά» τους για άλλη μια φορά και βλαστημούσαν την ώρα και τη στιγμή που γεννήθηκαν Αθηναίοι ή πήγαν να μετοικήσουν στο κλεινόν άστυ. Δρόμοι κλειστοί, απαγόρευση κυκλοφορίας σε συγκεκριμένα σημεία και όλα αυτά τα «ωραία» που συνοδεύουν τις επισκέψεις των σπουδαίων πολιτικών ηγετών και κάνουν τη ζωή των γηγενών λιγάκι πιο… έντονη και ενδιαφέρουσα.
Και ενώ, που λέτε, έβλεπα πλάνα από την επίσκεψη του Γάλλου Presidente στα ημέτερα εδάφη, έπεσε το μάτι μου στην 64χρονη πρώτη κυρία της Γαλλίας, την κα Μπριζίτ, αυτή τη χαμογελαστή, διακριτική και σικάτη γυναίκα, που έκλεψε την παράσταση με τα Louis Vuitton γοβάκια της (τα οποία παρεμπιπτόντως θαυμάσαμε σε μια φωτογραφία δίπλα απ’ τα τσαρούχια του εύζωνα) και τον γαλλικό αέρα που απέπνεε, έναν αέρα ευπρόσδεκτο μέσα στη ζέστη του κέντρου της Αθήνας. Και καθώς συνειδητοποιούσα το επικοινωνιακό χάρισμά της, θυμήθηκα την μεγάλη ντίβα του γαλλικού σινεμά των δεκαετιών του ’60 και του ’70, την προσφάτως εκλιπούσα Μιρέιγ Νταρκ.
Όποιος απ’ τους λίγο μεγαλύτερους από μας έχει δει την ταινία «Ο ψηλός ξανθός με ένα παπούτσι μαύρο», του Ιβ Ρομπέρ από το μακρινό 1972, θα θυμάται σίγουρα το μαύρο Guy Laroche φόρεμα που φορούσε η πανέμορφη ξανθιά πρωταγωνίστρια, ανοιχτό στην πλάτη πίσω με βαθύ κόψιμο έως πολύ χαμηλά στους γοφούς. Από εκείνη τη στιγμή και μετά η Μιρέιγ υπέγραφε τη μόδα στα εξώπλατα φορέματα και έγινε σύμβολο της σικάτης θηλυκότητας.
Η Μιρέιγ Νταρκ αποτέλεσε το σύμβολο μιας εποχής, που χάνεται γλυκά στο παρελθόν, γλυστράει και φεύγει στη Λήθη. Με τη φυγή της αρχίζει πλέον να ξεθωριάζει και εκείνη η χαρακτηριστική, μεθυστική ατμόσφαιρα που τύλιγε τη δεκαετία του ’60 και λίγο του ’70, αγαπημένες για πολλούς (και για μένα) εποχές. Τα εξώφυλλα στα περιοδικά αναρίθμητα (πολλοί είχαν επενδύσει στο ταλέντο και την αύρα της), η λατρεία του κόσμου μεγάλη, με πολλές ταινίες στο ενεργητικό της και έναν πολύ μεγάλο έρωτα.
Γενικά είχε προβλήματα με την καρδιά της από μικρή. Και αυτά συνεχίστηκαν. Κυριολεκτικά και μεταφορικά… Και πώς να μην έχει και μεγάλη, όταν επί 15 συναπτά έτη ο άνδρας της καρδιάς της ήταν ο μέγιστος καρδιοκατακτητής Αλαίν Ντελόν; Ο Αλαίν Ντελόν, το διαχρονικό αυτό πρότυπο της ανδρικής γοητείας, ο άνθρωπος που έκαψε εκατομμύρια γυναικείες καρδιές μόνο με το βλέμμα του, έμελλε να καεί ο ίδιος απ’ την Μιρέιγ, την οποία χαρακτήρισε «γυναίκα της ζωής του» και έκλαιγε σα μωρό, με μαύρο δάκρυ πάνω απ’ το φέρετρο που έκλεινε τη θνητότητά της, λίγες μέρες πριν, κατά την κηδεία της κάπου εκεί στα γαλλικά χώματα, τα ίδια που πατάει ο Μακρόν και η Μπριζίτ.
Με τον Ντελόν γνωρίστηκαν το 1968. Ήταν έρωτας με τη μία, με την πρώτη ματιά. Βέβαια, ως σωστή κυρία και ντίβα, το θηλυκό Μιρέιγ δεν εκδηλώθηκε αμέσως. Έκανε τη δύσκολη, την αδιάφορη και ο κακομαθημένος Αλαίν Ντελόν έκπληκτος άρχισε να την ερωτεύεται. Και μαζί με τον γάλλο γόη θα ζήσουν 15 ολόκληρα χρόνια. 15 έτσι; Ούτε 1 ούτε 2 ούτε 5.. Και θα πρωταγωνιστήσουν σε 6 ταινίες, ανάμεσα στις οποίες και το «Μπορσαλίνο», μια τεράστια εμπορική επιτυχία, αδιάφορη –κατά τη γνώμη μου- ποιοτικά ταινία, αλλά σημασία έχει ότι πήγε εξαιρετικά στις προτιμήσεις του κοινού της εποχής και έκανε τη ζωή τους ακόμα ομορφότερη.
Η χρονιά της γνωριμίας τους, το ’68, ήταν μια κομβική χρονιά για πολλούς λόγους. Στην Ευρώπη έχουμε τον Μάη του ’68 στην Γαλλία, ίσως το πιο σημαντικό γεγονός του 20ου αι., έναν γενικό χαμό, μια εξέγερση που άρχισε από μαθητές και φοιτητές και κατέληξε σε μια παλλαϊκή επανάσταση, που ταρακούνησε τη Γαλλία και σηματοδότησε την αμφισβήτηση του κατεστημένου στη συνείδηση των ανθρώπων παγκοσμίως. Βέβαια, η Μιρέιγ απείχε.. Ήταν απασχολημένη με τον έρωτά της… Και δεν την κατακρίνει κανείς..!!
Κατά τ’ άλλα, την ίδια χρονιά, ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ δολοφονείται, ο Ρόμπερτ Κέννεντυ δολοφονείται, αρκετοί άλλοι δολοφονούνται κι αυτοί κάπου στη Ροδεσία και στο Βιετνάμ, την ίδια ώρα που η Τζάκυ Κέννεντυ παντρεύεται με δόξα και τιμή τον Ωνάση, ενώ ο Νίξον γίνεται πλανητάρχης (βιάστηκε η Τζάκυ, τι να της πεις…!!). Και ο Ντελόν εκεί… Μιρέιγ.. φουλ ερωτευμένος.
Στην Ελλάδα πάλι το μαύρο πουλάκι των μολυβένιων στρατιωτικών πετά αμέριμνο και ακμαίο πάνω απ’ τον ελληνικό εναέριο χώρο και κάτω απ’ αυτόν και η «επανάσταση» που εκάμανε συνεχιζόταν με αμείωτους ρυθμούς. Στα υπόλοιπα, ο «Δράκος του Σέιχ Σου» εκτελείται, λέγοντας πριν ξεψυχήσει «μανούλα, είμαι αθώος», η αγαπημένη μας ΑΕΚ στο μπάσκετ κατακτά το κύπελλο κυπελλούχων Ευρώπης στο μπάσκετ, ενώ ο Παναγούλης αποπειράται να δολοφονήσει κι αυτός τον δικτάτορα.. κι αποτυγχάνει…!!! Κακός σχεδιασμός και ατυχία… Κι η Μιρέιγ εκεί… Ντελόν… φουλ ερωτευμένη…!!!
Και τι όμορφα που ζούσαν… Μακρινό όνειρο για όλους εμάς τους υπόλοιπους, τους κοινούς θνητούς.. Και αυτό το παραμύθι με τον Γάλλο γόη θα συνεχιστεί για χρόνια, μέχρι να τελειώσει… Ο Ντελόν κάποια στιγμή «άδειασε», ήταν άλλωστε πάντα κακομαθημένος απ’ τις γυναίκες και επιρρεπής στο… νέο αίμα», οπότε το τέλος της σχέσης ήταν απλά θέμα χρόνου, αρκετού, η αλήθεια.. Κι έτσι ένα ωραίο πρωί της είπε “Μιρέιγ, c’ est fini”. Τουλάχιστον, ήταν λίγο πιο ντόμπρος στη συμπεριφορά του σε σχέση με τη Ρόμι Σνάιντερ, την οποία εγκατέλειψε στέλνοντάς της το λιτό και περιεκτικό, αλλά μεστό νοήματος «είμαι στο Μεξικό με τη Ναταλί»…!! Άμα είσαι άνθρωπος…
Αλλά η Μιρέιγ κυρία..!! Ποτέ δεν του κράτησε κακία.. Πάντα είχαν φιλικές σχέσεις, που με το πέρασμα του χρόνου δυνάμωσαν… Και κατέληξαν κολλητοί και φιλαράκια καλά, εξού και το μαύρο δάκρυ του γηραιού γόη πάνω απ’ το φέρετρο της άλλοτε αγαπημένης του. Ο Ζιλ Ζακόμπ, πρώην πρόεδρος του Φεστιβάλ των Καννών την περιέγραψε καλύτερα απ’ όλους: «Ψηλή, λεπτή, όμορφη, ξανθιές αφέλειες, χαμογελαστά μάτια, ενσάρκωσε την ελευθερία της γυναίκας σε όλο της το μεγαλείο. Η γαλλική κομψότητα. Αγαπημένη Μιρέιγ..!»
Adieu…!!
ΘΑΝΟΣ ΚΛΕΤΣΑΣ
Ο Αθ. Κλέτσας (Θάνος για τους φίλους) είναι κλασσικός φιλόλογος με μεταπτυχιακές σπουδές στην Διοίκηση Εκπαιδευτικών Μονάδων και τη Φιλοσοφία της εκπαίδευσης. Κατάγεται από τις Σέρρες και ζει μόνιμα στη Ρόδο, όπου υπηρετεί πλέον ως Διευθυντής του Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας. Μιλάει λίγο, γράφει πολύ.