Η ιστορία, που ακολουθεί, είναι retro. Αφορά ένα νέο αγόρι που δοκιμάστηκε μέσα στη δίνη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, έζησε πολλά, ταλαιπωρήθηκε, πείνασε, δέχθηκε σωματική και ψυχολογική κακοποίηση, αλλά στο τέλος άντεξε και δικαιώθηκε, γιατί αφιέρωσε τη ζωή του σε λαβύρινθους του μυαλού, σε αναζήτηση πνευματικών ηδονών και μας χάρισε ως Γλώσσα, Έθνος και Φυλή αθάνατα αριστουργήματα, πλεγμένα μ’ εκείνες τις υπερβολικές, αλλά κατάλληλες και σωστές δόσεις ευαισθησίας, ευφυΐας και τάλαντου. Και όλα αυτά από ένα καπρίτσιο της Τύχης ή μιας κοπέλας… Όπως το δει κανείς… Το όνομα του παλικαριού θα το φανερώσουμε στο τέλος… Έτσι, για να ‘χει περισσότερο σασπένς…!!
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή ή τουλάχιστον από την αρχή που μας ενδιαφέρει… Εκεί, κάπου στην Κατοχή, στα ζοφερά χρόνια της σβάστιγγας, του… δεξιόστροφου αυτού αγκυλωτού σταυρού, όταν η γερμανική μπότα -στην ακμή της δύναμής της- πατούσε με σιγουριά και βία κάθε σπιθαμή ευρωπαϊκής γης κατά το δοκούν, ταρακουνώντας τις συνειδήσεις, τις φυλές και τις ψυχές όλων εκείνων των ανόητων που επιθυμούσαν την ελευθερία τους. Εκεί, λοιπόν, στην Αθήνα του ’43, όταν τα σκελετωμένα σώματα των πεινασμένων γηγενών της πρωτευούσης περιφέρονταν σα φαντάσματα, μπορούμε να φανταστούμε τον πρωταγωνιστή μας να προσπαθεί να ξεγελάσει τους Γερμανούς, για να ξεγελάσει την πείνα του, ως άλλος Γιάννης Αγιάννης, αντιστασιακός, φυσικά…
Και πάνω σ’ αυτήν την προσπάθεια οι χορτασμένοι και ξιπασμένοι εχθροί του θα τον συλλάβουν και θα τον οδηγήσουν οι κακοί για τιμωρία, πεινασμένο, ωχρό, αλλά και περήφανο στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μαουτχάουζεν, στην Αυστρία, όπου για 2 χρόνια μέσα στο ριγωτό και ξεθωριασμένο του ένδυμα θα αντέξει την αβιταμίνωση και την εξαθλίωση. Όλα γίνονταν σταδιακά πιο ισχνά και πιο μικρά, απ’ το πετσί ως τα μάγουλά του. Το μόνο που μεγάλωνε και βάθαινε ήταν τα μάτια του, «για να χωρά μέσα τους όλος ο φόβος».
Και η «Έρικα» ακουγόταν και «ανέμιζε» παντού, συντροφεύοντας τα βήματα των άριων τευτονικών τέκνων μέχρι και τα προάστια του Στάλινγκραντ. Εκεί, λίγο μετά τη Διάσκεψη της Καζαμπλάνκα, κάπου χάλασε, όμως, το γραμμόφωνο, που μετέδιδε τη «Βαλκυρία» και πήρε ν’ αχνοφαίνεται η αρχή του τέλους για τον Φύρερ, τον Γκέρινγκ, τον Γκαίμπελς και τ’ άλλα παιδιά… Και το τέλος του πολέμου έγινε οριστικό για τον πρωταγωνιστή μας λίγο πριν από το μεσημέρι της 5ης Μαΐου 1945, όταν «ένα θεόρατο αμερικάνικο τανκ, καπνισμένο και σημαδεμένο από τον πόλεμο, γκρέμισε την πύλη του Μαουτχάουζεν και μπήκε στον περίβολο του στρατοπέδου συγκέντρωσης. Ήταν ένα απ’ τα θεόσταλτα άρματα της ελευθερίας» της 11ης Ταξιαρχίας αρμάτων της 3ης Αμερικάνικης Στρατιάς με διοικητή κάποιον… George Patton!!! Ο ήρωάς μας κοίταζε τους σαστισμένους και μπαρουτοκαπνισμένους πολεμιστές , που περίλυποι δεν πίστευαν στα μάτια τους γι’ αυτά που έβλεπαν. Απ’ τη χαρά του ούρλιαζε μαζί με τους άλλους, χτυπιόταν σα δαιμονισμένος μαζί τους, ξέσκιζε τα ρούχα του, για να αποτινάξει από πάνω του και το τελευταίο κειμήλιο της μαυρίλας και του πόνου…! Στριμώχτηκε για να πλησιάσει και να φιλήσει το καπνισμένο σιδερικό με δάκρυα στα μάτια… Ήταν, πλέον, ελεύθερος…!!! Θα γύριζε στην πατρίδα… ελπίζοντας να τους βρει όλους εκεί…!!!
Και ευτυχώς θα τους βρει εκεί… όλους… Ζωντανούς-νεκρούς, βέβαια, μέσα στα χαλάσματα και τα συντρίμμια, που άφησαν πίσω τους οι απόγονοι του Γκαίτε, μαζί φυσικά με το κατοχικό δάνειο, για την αποπληρωμή του οποίου ούτε λόγος από τους απογόνους των… απογόνων του Γκαίτε. Τους βρήκε να ψάχνουν απεγνωσμένα για λίγο φαγητό, τον άρτον τον επιούσιον, να βγει απλά η μέρα, όπως βγει, κουτσά-στραβά. Με ρούχα χιλιοφορεμένα, φθαρμένα και μπαλωμένα, αλλά χωρίς αίμα επάνω τους. Μπορούσαν, πλέον, ελεύθερα να χορτάσουν τον αθηναϊκό, τον ελληνικό και μεσογειακό ήλιο, που τόσο πολύ είχε λείψει στον ήρωά μας, έναν ήλιο που κρυβόταν από αηδία και ντροπή, εκεί, στην κεντρική και βόρεια Ευρώπη. Φυσικά, μόλις τον είδαν οι γονείς του, έλιωσαν στα κλάματα και τις αγκαλιές… Το παιδί τους, ο γιος τους, τον οποίο είχαν για νεκρό, στεκόταν στην πόρτα του σπιτιού, που τον μεγάλωσε, αδυνατισμένος, αλλά ζωντανός, φωτισμένος σαν άγιος, με μια αύρα λυτρωτική γύρω του σαν περίγραμμα, ένα παιχνίδι φωτός και αντανάκλασης, που τον έκανε να μοιάζει σαν οπτασία, σαν όραμα, σα θαύμα… Κι όμως, ήταν αλήθεια, ήταν ολοζώντανος σαν τον νεκραναστημένο Λάζαρο, μπροστά τους, κουρασμένος και χαμογελαστός, χωρίς καν μια βαλίτσα μαζί του. Με ρούχα βρώμικα, αλλά αλίμονο, χωρίς ρίγες…
Στην Ευρώπη είναι η εποχή που ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος πλησιάζει στο τέλος. Ο κόσμος, όμως, έβλεπε απ’ το βάθος τον επόμενο πόλεμο ν’ αχνοφαίνεται, αυτόν τον Ψυχρό Πόλεμο μεταξύ των νέων υπερδυνάμεων της εποχής, απ’ τους «καλούς» και οι 2… Στη μικρή Ελλαδίτσα, η οποία ήταν κι αυτή με τους «καλούς», τους νικητές, αχνοφαινόταν, επίσης, πόλεμος, πιο θερμός αυτήν τη φορά, με τους αντιπάλους να μιλούν την ίδια γλώσσα, να είναι φίλοι, συγγενείς κι αδέρφια. Ήθελε, όμως, λίγους μήνες ακόμα μέχρι τον Εμφύλιο κι ο ήρωάς μας προσπαθούσε, αγνοώντας την καταιγίδα που ερχόταν, να βρει μια υποφερτή καθημερινότητα μέσα σ’ ό, τι απέμεινε απ’ τη μανία των κατακτητών. Αρχικά, προσπάθησε να βρει δουλειά. Η έλλειψη Απολυτηρίου Γυμνασίου ήταν, όμως, τεράστιο εμπόδιο στο ν’ αρπάξει μια απ’ τις πολλές ευκαιρίες που προέκυψαν μετά τον πόλεμο. Περιορίστηκε σε δουλειές του ποδαριού και διάφορα θελήματα, βοηθώντας κάποιες φορές και τον πατέρα του. Και σ’ ένα απ’ αυτά γνώρισε την Κατερίνα…
Και ποία ήτο η Κατερίνα; Η Κατερίνα ήταν μια ευειδεστάτη νέα, 22 Μαΐων, κόρη ενός μαγαζάτορα, ενός μπακάλη, τον οποίο ο ήρωάς μας επισκεπτόταν συχνά, για να φέρει εις πέρας κάποια θελήματα. Καμιά σχέση, φυσικά, με τον Ζήκο και τον Μπακαλόγατο… Η Κατερίνα πάντα στεκόταν πίσω απ’ τον πάγκο του μαγαζιού και πότε τακτοποιούσε τα προϊόντα πότε καθάριζε, αλλά ήταν πάντα απασχολημένη με κάτι σ’ εκείνο το μικρό μαγαζάκι κάπου στην Ερμού, κοντά στην Ομόνοια, το οποίο σίγουρα θα έμοιαζε μ’ αυτό του Ζήκου. Κι όμως, όταν έμπαινε ο ήρωάς μας, η νέα σταματούσε τη δουλειά της… Σταματούσε ό, τι έκανε και τον κοίταζε μ’ εκείνα τα γαλάζια διαπεραστικά μάτια της… Και εκείνος κάθε φορά τα ‘χανε και προσπαθούσε να θυμηθεί την παραγγελία, στεκόμενος αδέξια κοντά στην πόρτα, κατακόκκινος και έτοιμος να φύγει, να το βάλει στα πόδια, κυνηγημένος από την ντροπή, αλλά και τον πόθο…! Αλλά κάποια στιγμή αποφάσισε να πλησιάσει… τη μέρα που έλειπε απ’ το μαγαζί ο πατέρας της, ο κυρ-Θόδωρος. Δειλά στην αρχή, πιο αποφασιστικά όσο περνούσαν τα δευτερόλεπτα. Και αφού της έδωσε την παραγγελία, τη ρώτησε πώς τη λένε. Και όταν αντάλλαξαν ονόματα και βλέμματα, άρχισαν τα πρώτα αναγνωριστικά. Ηλικία, ιδιότητα, σχολείο. Και κει που άρχισαν να ζεσταίνονται τα χαμόγελα και τα βλέμματα, μπαίνει ξαφνικά ο πατέρας της και αφεντικό του μαγαζιού. Η ατμόσφαιρα πάγωσε με μιας και ο νέος μόλις πρόλαβε να ψελλίσει «ευχαριστώ για την εξυπηρέτηση» και «αντίο σας»…
Ο ήρωάς μας, λοιπόν, ήταν έτοιμος να διαβεί τον Ρουβίκωνα και να της ζητήσει ραντεβού. Η είσοδος, όμως, του πατρός του χάλασε τα σχέδια ή μάλλον τα ανέβαλε. Γιατί ο νέοςμας ήταν, πλέον, αποφασισμένος να… επιτεθεί. Και το σχέδιό του είχε απ’ όλα: παρακολούθηση, υπομονή, επιμονή, περίσκεψη, τεχνική… Την έστηνε με τις ώρες έξω απ’ το μαγαζί του πατέρα της, προφασισμένος «δράσεις», για να μη γίνει αντιληπτός…. Και η στιγμή ήρθε… «Θα λείψω για καμιά ώρα…!!! Αν με ζητήσει κανείς, πες του να ‘ρθει στις 2…», ακούστηκε η φωνή του «δεσμώτη», καθώς αυτός έβγαινε απ’ το μπακάλικο. Βλέπετε, δεν υπήρχαν κινητά τότε… Αφού τον άφησε ν’ απομακρυνθεί , προχώρησε με αποφασιστικότητα. Ή τώρα ή ποτέ…! Και μπήκε. Η αντίδραση της Κατερίνας του έδωσε χαρά και μεγαλύτερη ώθηση να ξεστομίσει αυτό που ήθελε να της πει. Έπρεπε, όμως, πρώτα να βρει μια δικαιολογία για τον ερχομό του. Κι όλα τα’ άλλα θα ερχόντουσαν εύκολα…
Και έσπαγε ο ήρωάς μας τη νεανική του κάρα να βρει μια δικαιολογία. Οι προφάσεις που του ερχόταν σωρό. Παρέλαση. Η μία πιο ανόητη απ’ την άλλη..!. Αλλά κάτι έπρεπε να πει… Το φωνήεν «ε» το είχε εξαντλήσει… Χρειαζόταν επειγόντως εφεδρείες…!! Και τα δευτερόλεπτα περνούσαν βασανιστικά και σιωπηλά… Αλλά μιλούσαν τα μάτια… Έλεγαν τα πάντα… Και η φύση ανέλαβε τα υπόλοιπα… Και με τα πολλά, τελικά, συνεννοήθηκαν… και τα βρήκαν.. και βρήκαν και τόπο συνάντησης… για το 1ο ραντεβού: στη γωνία Σταδίου & Πεσματζόγλου, στις 7 το βράδυ, την ερχόμενη Παρασκευή… Με φτερά στα πόδια, αφού χαιρέτησε απρόθυμα, πέταξε για το σπίτι του!!! Στο δρόμο δεν έβλεπε σχεδόν τίποτα, μόνο το πρόσωπό της ήταν εκεί… Σε κάθε βιτρίνα, σε κάθε δρόμο, σε κάθε περαστικό. Και αφού έφτασε σώος σπίτι του, άρχισε να μετράει το χρόνο: τα δευτερόλεπτα, τα λεπτά, τις ώρες, τις μέρες… Και η καθημερινότητά του πήρε χρώμα, έφυγε το γκρίζο μακριά… Και οι εφιάλτες του Μαουτχάουζεν έμοιαζαν μακρινοί και γιατρεμένοι. Ο Δαίμων του Θανάτου, που τον στοίχειωνε και όριζε όνειρα και σκέψεις, παραμερίστηκε από το «αντίπαλον δέος», τον Δαίμονα του Έρωτα, που επίσης ορίζει όνειρα και σκέψεις, με διαφορετικά βέβαια, χρώματα και διάθεση. Άρχισε να νιώθει τυχερός που επέζησε, τυχερός που ζει, άρχισε να νιώθει ξανά ότι ζει, γιατί άρχισε να ελπίζει…
Κι άντε να πεις τώρα σ’ έναν νέο 24 ετών που πέρασε 2 χρόνια σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, να είναι ψύχραιμος σε υπόθεση αγάπης…!!!! Απλά, δε γίνεται…!!! Και τα’ άλογά του έτρεχαν με 1000, όσο ακριβώς και η φαντασία του, που τον έφτασε να σκέφτεται τα γεράματα μαζί της με πολλά παιδιά κι εγγόνια. Οι Άγγλοι λένε “hold your horses”, ενώ εμείς έχουμε κάτι για μικρό καλάθι… Τουλάχιστον, μέχρι να γίνει αυτό που θέλουμε πολύ. Άλλωστε, το σύμπαν του «Αλχημιστή», που συνωμοτεί, για να γίνει πραγματικότητα ό, τι επιθυμείς πάρα πολύ, εμπλούτισε τη βιβλιοθήκη της Ανθρωπότητας πολλά χρόνια αργότερα… ο Coelho ήταν τότε αγέννητος…
Και με τα πολλά έφτασε η μεγάλη μέρα, η ερχόμενη Παρασκευή… τελικά ήρθε..!! και ο νέος προετοίμαζε από μέρες την εικόνα του..!! Τα ρούχα που θα φορούσε (όχι ότι είχε πολλές επιλογές σ’ αυτό το θέμα), τα οποία ήταν πεντακάθαρα και σιδερωμένα, το χτένισμα και το στυλ, που θα θύμιζε ηθοποιούς της δεκαετίας από την Αμερική, ακόμα και τα λόγια που θα της έλεγε, ακόμα και το «καλησπέρα», που το έκανε πρόβα τόσες φορές, καθώς τη μία ήταν δειλό, την άλλη υπέρ το δέον χαρούμενο, την Τρίτη πολύ αδιάφορο. Και αφού το βρήκε το σωστό και πλησίαζε η ώρα του ραντεβού, βγήκε σιωπηλός απ’ το πατρικό του και, σχεδόν, έτρεχε προς τη γωνία… τη γωνία Σταδίου και Πεσματζόγλου, κι ας ήταν 18:20 ακόμα κι ας απείχε μόνο 20 λεπτά απ’ το σημείο. Στο δρόμο ένιωθε ανάλαφρος… σχεδόν έτρεχε. Πήγαινε τόσο γρήγορα, που σε 10 λεπτά έφτασε εκεί… γεμάτος χαρά, αγωνία και μια γλυκιά προσμονή… με το λουλούδι στο χέρι –κι αυτό το είχε κάνει πρόβα πώς και πότε θα το δώσει. Κι ήταν ακόμα 18:30. Έπρεπε να περιμένει ακόμα μισή ώρα…
Και πήγε τελικά 19:00… μετά 19: 05, και 10 και 30… τελικά, δε θα περίμενε μόνο μισή ώρα… Και κάπου εκεί, στις 20:30, κατάλαβε, πλέον, ότι η Κατερίνα δε θα ερχόταν. Και το λουλούδι, με διαλυμένο τον μίσχο του απ’ την αμηχανία και την αγωνία του, κατέληξε σ’ έναν κάδο, λίγο πιο δίπλα απ’ το σημείο συνάντησης. Και το κρύο της Αθήνας ήταν αφόρητο. Όπως και η παγωνιά που ένιωθε μέσα του. Έτσι, όταν η αδρεναλίνη της αναμονής εξαντλήθηκε, το δριμύ ψύχος ανάγκασε τον νέο ν’ αναζητήσει καταφύγιο. Λίγα μέτρα πιο κάτω είδε μια πόρτα, απ’ την οποία φαινόταν το φως πίσω της έντονο, να μαρτυρά ανθρώπινη παρουσία και ζέστη. Και την άνοιξε. Χωρίς να ξέρει ότι η πόρτα που άνοιξε, θα του χαράξει την πορεία της υπόλοιπης ζωής του.
Στην οδό Πεσματζόγλου, στον αριθμό 5, έφεραν οι Μοίρες τα βήματα του… Δεν άντεχε άλλο το κρύο και άνοιξε χωρίς να το ξέρει την πόρτα του Θεάτρου Τέχνης του Κάρολου Κουν. Εκείνη τη στιγμή είχε μόλις, σχεδόν, αρχίσει η παράσταση «Τα καπνοτόπια» σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν με την Έλλη Λαμπέτη και τον Βασίλη Διαμαντόπουλο, δυο ιερά τέρατα του ελληνικού θεάτρου, τα οποία δε γνώριζε καν τότε..!!Έμεινε να τους παρακολουθεί μαγεμένος, ξεχνώντας και την Κατερίνα και τη στενοχώρια του, η οποία μετά από κείνη τη στιγμή ακολούθησε το λουλούδι, στον «κάδο» της ψυχής του. Παρακολουθούσε εκστασιασμένος… Και μόλις τελείωσε το «θαύμα» που αντίκριζε, αναρωτήθηκε: «πώς είναι δυνατόν, εγώ που βγήκα από την κόλαση του πολέμου, με όσα έζησα στο στρατόπεδο συγκέντρωσης, να συγκλονίστηκα τόσο από ένα ψέμα…;;» Όπου «ψέμα» το θεατρικό έργο με την «αλήθεια» του και την Τέχνη των δημιουργών του. Θ’ αποφασίσει να γίνει ηθοποιός, ωστόσο το ότι δεν έχει απολυτήριο Γυμνασίου, θ’ αποτελέσει την αιτία που θα κλείσουν όλες οι πόρτες των θεατρικών σχολών της πρωτεύουσας για τον ήρωά μας. Και για να τις κρατήσει ανοικτές αυτές τις πόρτες του θεάτρου, θα στραφεί στη συγγραφή. Και θα τις κρατήσει… ορθάνοικτες…!!!!
Λίγο καιρό μετά θα τον ανακαλύψει ο θιασάρχης Αδαμάντιος Λεμός. Το πρώτο του έργο, «Χορός πάνω στα στάχυα», θ’ ανέβει στο θέατρο «Διονύσια» (στην Καλλιθέα) απ’ τον θίασο του Λεμού και θα σημειώσει μεγάλη επιτυχία..!!! Θ’ ακολουθήσουν αριστουργήματα, όπως η «Αυλή των θαυμάτων», «Παραμύθι χωρίς όνομα», «Ηλικία της Νύκτας», «Μαουτχάουζεν», «Το μεγάλο μας τσίρκο», «Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια» (η μετέπειτα γνωστή κινηματογραφική ταινία «Στέλλα» του Κακογιάννη). Το έργο του θα έχει παγκόσμια απήχηση. Και ποιος ήταν αυτός ο νέος;; Κάποιοι σίγουρα καταλάβατε… Δεν ήταν άλλος απ’ τον Ιάκωβο Καμπανέλλη, τον δημιουργό της νεοελληνικής δραματουργίας. Η θεατρική Ελλάδα θα ευγνωμονεί αιώνια την κοπέλα της ιστορίας, την Κατερίνα, που μετάνιωσε και δεν ήρθε στο ραντεβού τους… Ήταν, κατά μια έννοια, femme fatale…
Ηθικόν δίδαγμα..;;; Προς όλα τα’ αγόρια μικρά και μεγάλα: δε θα πρέπει να στενοχωριέστε, αν σας στήσει κάποιο κορίτσι… Πού ξέρετε; Μπορεί μετά απ’ αυτό να γίνετε πετυχημένοι και διάσημοι…!!! Α, ρε Κατερίνα…!!! Πού να ‘ξερες ποιον άφησες…!!! Και τι καλό μας έκανες…!!!
(Από ένα ακόμα ραδιοφωνικό μας ταξίδι “sto kokkino” της Ρόδου και τους 103,7)
ΘΑΝΟΣ ΚΛΕΤΣΑΣ
Ο Αθ. Κλέτσας (Θάνος για τους φίλους) είναι κλασσικός φιλόλογος με μεταπτυχιακές σπουδές στην Διοίκηση Εκπαιδευτικών Μονάδων και τη Φιλοσοφία της εκπαίδευσης. Κατάγεται από τις Σέρρες και ζει μόνιμα στη Ρόδο, όπου υπηρετεί πλέον ως Διευθυντής του Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας. Μιλάει λίγο, γράφει πολύ.