fbpx
 
ΠΗΓΗ ΕΙΚΟΝΑΣ: http://ellinonfos.gr/wp-content/uploads/2016/01/eleni.jpg

Θα ήμουν γύρω στα 11, όταν πρωτοκυκλοφόρησε η “Ελένη” του Νίκου Γκατζογιάννη (Νίκολας Γκέιτζ), ένα απαιτητικό λογοτεχνικό έργο, από αυτά που αποκαλούνται non-fiction novel και στηρίζονται σε ενδελεχή έρευνα τεκμηριωμένων ιστορικών γεγονότων. Η ιστορία του πραγματεύεται τη δράση (καλύτερα αντί-δραση) της Ελένης Γκατζογιάννη, μητέρας του συγγραφέα, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου στο χωριό Λια της Ηπείρου, σε μια «μικρή Μόσχα» (χωριό φιλικά προσκείμενο στο ΚΚΕ) από τις πολλές.

Το χωριό, όπως και η περιοχή, ελέγχεται από τους αντάρτες του “Δημοκρατικού Στρατού”. Η μητέρα-Ελένη αρνείται πεισματικά να παραδώσει τα παιδιά της στις αριστερές τοπικές αρχές, οι οποίες είχαν δρομολογήσει τη στρατολόγηση των μεγαλύτερων παιδιών όλων των χωριών που είχαν υπό τον έλεγχό τους, προκειμένου να ενισχύσουν τις εφεδρείες του στρατού (και του κόμματος) τους, ενώ τα μικρότερα παιδιά «μετακινούνταν» προς φιλικά διακείμενες «αριστερές» χώρες. Ήταν το λεγόμενο «παιδομάζωμα», τακτική που ως απώτερο σκοπό είχε τη μεγιστοποίηση του ελέγχου που ασκούσε το κόμμα πάνω στους αγροτικούς πληθυσμούς της περιοχής.

Η Ελένη Γκατζογιάννη, πράττοντας το προφανές, συμμετέχει σε ένα σχέδιο φυγάδευσης των παιδιών της, ορισμένων άλλων παιδιών και κάποιων αμάχων ενηλίκων (συνολικά 20 άνθρωπων) σε έδαφος που ελέγχεται από το κράτος.

Το σχέδιο ήταν επιτυχές για όσους φυγαδεύτηκαν, όχι, όμως, και για τους αυτουργούς του. Η Ελένη (μαζί με τέσσερις συγχωριανούς της) θα συλληφθεί, θα υποβληθεί σε βασανιστήρια, θα «δικαστεί» δημόσια σε μια δίκη-παρωδία και θα εκτελεστεί τον Αύγουστο του 1948, υπογράφοντας τον επίλογο μιας από τις αναρίθμητες τραγωδίες που σημάδεψαν ανεξίτηλα την ταραγμένη εκείνη περίοδο του Εμφυλίου στη χώρα μας.

Τα παιδιά της θα έχουν καλύτερη τύχη. Ο πατέρας τους είναι μετανάστης στην Αμερική και, έτσι, μετά τον θάνατο της μητέρας τους, θα ζήσουν, κατά σύμπτωση πάλι φυγαδευμένα, σε μια χώρα, όμως, γεμάτη ελευθερία και ευκαιρίες. Ο μονάκριβος Νίκος της θα αρπάξει αυτές τις ευκαιρίες και συνεπικουρούμενος από το φυσικό του τάλαντο, θα γίνει πετυχημένος δημοσιογράφος των New York Times. Η αχλή, όμως, που κάλυπτε την ιστορία της μητέρας του, δημιούργημα αντικρουόμενων συζητήσεων σε καφενεία και φλύαρα υπαινιχτικής σιωπής, θα τον οδηγήσουν σε μια ενδελεχή ιστορικο-δημοσιογραφική έρευνα, οι ωδίνες της οποίας θα φέρουν στον λογοτεχνικό κόσμο, το 1983, την «Ελένη». Το έργο, γραμμένο στα αγγλικά, θα σαρώσει διεθνώς, αλλά εντός των συνόρων μας θα γίνει… κόκκινο πανί, δεχόμενο εχθρικές αντιδράσεις στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, η οποία δεν επέτρεπε (και για πολλά  χρόνια μετά) σε οτιδήποτε μη-κομμουνιστικό να έχει, να διεκδικεί ή να θρηνεί θύματα, σε αντίθεση με την Αριστερά που μπορούσε να κάνει όλα τα παραπάνω και, μάλιστα, της επιτρεπόταν να καλύπτει τους θύτες της και τα ίχνη τους.

Η ιστορία της «Ελένης» έχει όλα τα βασικά συστατικά αρχαίας τραγωδίας: αντίπαλες «ηθικές», σύγκρουση, έναν ανάλγητο «δυνατό» που επιβάλλει τη θέληση και την ηθική του, τη θυσία της μάνας, που κρατά τις δικές της αρχές και την δική της ηθική, την «κάθαρση» (το όνομά της αποκαταστάθηκε μετά από τις αδιάκοπες προσπάθειες του γιου της) και μηνύματα διαχρονικά και πανανθρώπινα. Στην τραγωδία, όμως, αυτή ενυπάρχουν τρία επίπεδα ανάγνωσης (με πολλές πολιτικές προεκτάσεις για το κάθε ένα -προσωπικό-οικογενειακό, εθνικό και παγκόσμιο), εκ των οποίων εδώ μας ενδιαφέρουν τα δύο πρώτα (Η τρίτη ανάγνωση, η παγκόσμια και πανανθρώπινη, αποτελεί μετεξέλιξη και λογική γενίκευση της δεύτερης, ιδωμένης στο πλαίσιο ομόκεντρων κύκλων).

Στο πρώτο επίπεδο (το μικροεπίπεδο της καθημερινής επιβίωσης) διακρίνονται ξεκάθαρα οι ανθρώπινοι  χαρακτήρες στην αδυναμία και ταυτόχρονα τη δύναμή τους να επιβληθούν στη σαρωτική Μοίρα της γενιάς εκείνης. Η Ελένη και τα παιδιά της θα βιώσουν τη βία της εξουσίας, των τοπικών συμφερόντων και του ελληνικού DNA (της διχόνοιας και της αρχομανίας), παράμετροι που θα διώξουν τη μητέρα από τη ζωή και τα παιδιά της από τη χώρα. Η ιστορία τους αποτελεί μια απλή κουκκίδα σ’ ένα τεράστιο μωσαϊκό (διόλου ορατό), που η κατασκευή του διήρκησε τέσσερα χρόνια. Στο δεύτερο επίπεδο (μακροεπίπεδο εθνικής ιστορίας) διακρίνονται εύκολα τα αντίπαλα διακυβεύματα που κινούν τα νήματα και προδιαγράφουν τις πορείες των «συμμετεχόντων» με το ίσο μερτικό στην βία, τη φθορά, την εξαχρείωση  και το θανατικό. Σ’ αυτό το επίπεδο η τραγωδία μοιάζει αφηρημένα (παν)εθνική και το μωσαϊκό διακρίνεται ξεκάθαρα, ενισχυμένο από τη δυναμική των επιμέρους κουκίδων-προσωπικών τραγωδιών.

Εκεί, ξεχνάς την Ελένη και την κάθε Ελένη που «δίκαια» ή άδικα σκότωσε ή έχασε τη ζωή της στη δίνη της πολιτικής παραζάλης και απορείς με το παράλογο των ανθρωπίνων επιλογών.

Υπάρχει, όμως, και το μεγάλο αγκάθι στην όλη αυτή ιστορία, που χρήζει αναφοράς. Είναι η παράμετρος που διαγράφεται στην υποδοχή της «Ελένης» στη χώρα της. Η ταινία ήταν πολύ δύσκολο να γυριστεί, καθώς εκφράστηκαν έντονες αντιδράσεις, οι οποίες έγιναν εντονότερες, όταν με τα πολλά γυρίστηκε τελικά και προβλήθηκε. Η εχθρική αυτή διάθεση αποτύπωνε την μεταπολιτευτική αριστερή αξίωση που αναφέρθηκε λίγο πιο πάνω: οτιδήποτε μη-Αριστερό ήταν μόνο θύτης και οτιδήποτε Αριστερό, θύμα. Μια απλουστευτική εξίσωση, που εξαργύρωνε τον αγώνα του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ κατά τον πόλεμο και την απομάκρυνσή του από τη μεταπολεμική μας πολιτική ιστορία, αλλά έφτασε να έχει αδικαιολόγητα μεγάλη διάρκεια, χτίζοντας επιμελώς το «ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς», οικοδόμημα που γκρεμίστηκε σε χρόνο αντιστρόφως ανάλογο απ’ αυτόν που χτίστηκε, μέσα στα δύο τελευταία χρόνια παραμονής στην εξουσία της «Αριστερής» (τα εισαγωγικά εσκεμμένα) κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ.

Αυτό το αγκάθι της Αριστερής «υπεροχής» είναι δύσκολο να μην το σκεφτείς, έστω και αμυδρά, κατά την ανάγνωση. Υποβόσκει και διαπερνά όλο το λογοτεχνικό έργο, σε τρυπά αν είσαι αριστερός και καθορίζει την ετυμηγορία σου όσον αφορά την ποιότητά του. Αν μπορέσεις, όμως, να το αφήσεις έξω από την εξίσωση, θα απολαύσεις ένα καλογραμμένο δράμα μιας βαθιά ελληνικής ιστορίας.

ΘΑΝΟΣ ΚΛΕΤΣΑΣ

Ο Αθ. Κλέτσας (Θάνος για τους φίλους) είναι κλασσικός φιλόλογος με μεταπτυχιακές σπουδές στην Διοίκηση Εκπαιδευτικών Μονάδων και τη Φιλοσοφία της εκπαίδευσης. Κατάγεται από τις Σέρρες και ζει μόνιμα στη Ρόδο, όπου υπηρετεί πλέον ως Διευθυντής του Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας. Μιλάει λίγο, γράφει πολύ.

Leave a Reply

Related Posts