ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΟΣΟΤΙΚΗΣ ΧΑΛΑΡΩΣΗΣ

Προειδοποίηση-Παράκληση: Όποιος δεν είναι διατεθειμένος να διαβάσει ένα κείμενο ακριβώς 3.411 λέξεων που κατά 79,03% δεν αποτελεί άρθρο γνώμης να μην χασομερήσει προχωρώντας στην επόμενη παράγραφο.

Όταν αναφερόμαστε στο Άξιον Εστί σκεφτόμαστε την ποίηση του Ελύτη, τη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, τη συγκλονιστική συναυλία του Αυγούστου του 1977. Μαγικός Αυλός και Μότσαρτ, Θεωρία της Σχετικότητας και Αϊνστάιν, ραδιενέργεια και Μαρί Κιουρί, πενικιλίνη και Αλεξάντερ Φλέμινγκ, σεισάχθεια και Σόλωνας, ιδέες, θεωρίες, έργα τέχνης, επιστημονικές ανακαλύψεις, ορισμένες φορές οι ίδιες οι απλές καθημερινές λέξεις, συνοδεύονται από τον δημιουργό τους και ταυτοποιούνται με αυτόν. Και τι σχέση έχουν όλα αυτά με ένα άρθρο για την ποσοτική χαλάρωση;

Ο Umberto Eco θέτει ως σκοπό του βιβλίου «Θεωρία Σημειωτικής» την διερεύνηση κάθε φαινομένου σημασίας και/ή επικοινωνίας ορίζοντας ότι «η σημειωτική μελετά κάθε πολιτισμική διαδικασία ως διαδικασία επικοινωνίας». Ως σημείο ορίζεται «οτιδήποτε μπορεί με βάση μία ήδη εδραιωμένη κοινωνική σύμβαση να εκληφθεί ως κάτι που υποκαθιστά κάτι άλλο». Η κωδικοποίηση των σημείων, η μία και μόνο λέξη, επιτρέπει την εκκίνηση της διαδικασίας επικοινωνίας. Από τη σημειωτική θεωρία της επικοινωνίας μεταπηδάμε στη σημειωτική της σημασίας. Η κωδικοποίηση των σημείων αποκτά σημασιολογική ισχύ όταν μία πηγή εκπέμπει ένα σήμα προς κάποιον προορισμό και ταυτόχρονα υποκινεί την ερμηνευτική αντίδραση του παραλήπτη. Υπό αυτό το πρίσμα ο πομπός θα μπορούσε κατά μία έννοια να υποκινήσει και να οριοθετήσει την ερμηνευτική διαδικασία προσδίδοντας σε όλους τους παραλήπτες την ίδια σημασία για το σήμα, κοινώς η τέχνη της χειραγώγησης. Ας αφήσουμε τον πρόλογο για να μπούμε στο θέμα!

Οι λέξεις «ποσοτική χαλάρωση», ως σημεία που έχουν εδραιωθεί επικοινωνιακά, τι υποκαθιστούν στο συλλογικό μας υποσυνείδητο, στις οικονομικές μας φαντασιώσεις; Πώς τις αντιλαμβανόμαστε; Ως το «κόβει χρήμα η κεντρική τράπεζα;». Ως το «λεφτόδεντρο»; Με τι τις συνδέουμε; Με το «όραμα» του κλεισίματος της τρέχουσας β’ αξιολόγησης που θα μας επιτρέψει την πρόσβαση στο «λεφτόδεντρο»; Τί είναι και τί δεν είναι ποσοτική χαλάρωση; Ποια είναι η προέλευση; Για ποιόν λόγο επινοήθηκε και με σκοπό να περιγράψει τί ακριβώς; Από ποιόν; Έχει εισβάλει στην καθημερινότητα μας ένας όρος που εδραιώθηκε στις αντιλήψεις μας λες και πρόκειται για την πολυαναμενόμενη «επανάσταση» που θα αντικαταστήσει το freddo και το φραπέ!

Σκοπός του άρθρου αυτού είναι να αποκαταστήσει την πολιτική, οικονομική, τραπεζική, ακαδημαϊκή και δημοσιογραφική εκπόρνευση που έχει υποστεί η έννοια της ποσοτικής χαλάρωσης. Στο επικοινωνιακό πορνοβοσκείο της σύγχρονης πραγματικότητας διάφοροι πομποί-μαστρωποί θωπεύουν, είτε από άγνοια είτε από ολιγόνοια, τις αντιλήψεις μας, επάνω στους εκμαυλισμένους βωμούς των συμφερόντων τους, δίχως ποτέ να κάνουν την παραμικρή αναφορά, παραπομπή, στο τι είναι η ποσοτική χαλάρωση, δίχως ποτέ να αναφερθούν στον άνθρωπο που την επινόησε.

Στον πρόλογο του Tractatus Logico Philosophicus ο Ludwig Wittgenstein γράφει: «… η αλήθεια των σκέψεων που εκφράζονται εδώ μου φαίνεται απρόσβλητη και οριστική». Και ποιός άλλος θα μπορούσε να εκφράσει την απρόσβλητη και οριστική αλήθεια για την ποσοτική χαλάρωση εκτός από τον Richard Werner, τον οικονομολόγο που επινόησε και τον όρο; Το άρθρο αποτελεί την απάντηση του Richard Werner για το τι είναι η ποσοτική χαλάρωση. Είχε δημοσιευτεί τον Ιούλιο του 2013 στα αγγλικά στο τεύχος 162 της Royal Economic Society.

ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΧΑΛΑΡΩΣΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΩΣΗΣ

Ενώ τα αποτελέσματα της ποσοτικής χαλάρωσης συνεχίζουν να συζητιούνται, ο Richard Werner[1] εξηγεί την προέλευση του όρου (και μερικές παρανοήσεις γύρω από αυτό).

Η ποσοτική χαλάρωση (QE) έχει λάβει μεγάλη δημοσιότητα τα τελευταία πέντε χρόνια. Ωστόσο, η αποτελεσματικότητά της παραμένει αμφισβητούμενη. Επιπλέον, υπάρχουν διαφορετικές απόψεις για το τι συνιστά QE. Σκοπός αυτής της συνεισφοράς είναι να ανασκοπήσει την προέλευση και τις ποικίλες εφαρμογές της ποσοτικής χαλάρωσης, χρησιμοποιώντας και ως εκ τούτου εξηγώντας το μακροοικονομικό μοντέλο που οδήγησε στην ιδέα. Η επονομαζόμενη «Ποσοτική Θεωρία της Πίστωσης», είναι αναμφισβήτητα το πιο απλό εμπειρικά θεμελιωμένο μοντέλο που ενσωματώνει το βασικό μακροοικονομικό ρόλο του τραπεζικού τομέα – ένα έργο που καθυστερημένα αναγνωρίζεται ως ζωτικής σημασίας από τους ερευνητές στον απόηχο της κρίσης του 2008.

1. Η Ποσοτική Θεωρία της Πίστωσης μετά από 20 χρόνια

Παρουσίασα την Ποσοτική Θεωρία της Πίστωσης [Quantitative Theory of Credit – QTC] τον Απρίλιο του 1993, στο ετήσιο συνέδριο της Βασιλικής Εταιρείας Οικονομικών στο York.[2] Το κεντρικό επιχείρημα είναι μια εξίσωση που διχοτομεί τις ανταλλαγές διακρίνοντας μεταξύ των χρημάτων που χρησιμοποιούνται για πράξεις ΑΕΠ [προσδιορίζουν το ονομαστικό ΑΕΠ] και των χρημάτων που χρησιμοποιούνται για πράξεις [που δεν αφορούν το] ΑΕΠ (προσδιορίζουν την αξία των συναλλαγών στοιχείων ενεργητικού). Το χρήμα δεν ορίζεται ως τραπεζικές καταθέσεις ή άλλα συνολικά μεγέθη αποταμίευσης του ιδιωτικού τομέα. Οι τράπεζες αναγνωρίζονται όχι ως ενδιάμεσοι χρηματοπιστωτικοί διαμεσολαβητές που δανείζουν υπάρχοντα χρήματα, αλλά ως δημιουργοί νέου χρήματος μέσα από τη διαδικασία του δανεισμού. Η ανάπτυξη απαιτεί αυξημένες συναλλαγές που συμμετέχουν στο ΑΕΠ, το οποίο με τη σειρά του απαιτεί ένα μεγαλύτερο ποσό των χρημάτων που θα χρησιμοποιηθούν για τις συναλλαγές αυτές. Το ποσό των χρημάτων που χρησιμοποιούνται για τις συναλλαγές μπορεί να αυξηθεί μόνο αν οι τράπεζες δημιουργήσουν περισσότερη πίστωση. Οι τράπεζες εφευρίσκουν τα χρήματα που δανείζουν προσποιούμενες ότι οι δανειολήπτες τα έχουν καταθέσει και, συνεπώς πιστώνουν τους [τραπεζικούς] λογαριασμούς [των δανειοληπτών], χωρίς ωστόσο να μεταβιβάζονται οποιαδήποτε χρήματα από αλλού. Αυτό διευρύνει την προσφορά χρήματος και υποδηλώνει ότι ο ακριβής τρόπος μέτρησης αυτών των χρημάτων είναι η τραπεζική πίστωση.[3] Μπορεί να επιμεριστεί σε πιστώσεις για πράξεις ΑΕΠ [παραγωγικές] (CR) και πιστώσεις για πράξεις μη-ΑΕΠ (ενεργητικού) [μη παραγωγικές] (CF). Οι πρώτες κινούν το ονομαστικό ΑΕΠ και οι τελευταίες τις αξίες συναλλαγής των περιουσιακών στοιχείων. Κάτω από περαιτέρω προϋποθέσεις, καθορίζουν τις τιμές καταναλωτή και περιουσιακών στοιχείων:

(1) C = CR + CF

(2) Δ(CR VR) = Δ(PR Y)

(3) Δ(CF VF ) = Δ(PF QF)

Ένα άλλο χαρακτηριστικό του μοντέλου είναι ότι δεν υποθέτει τέλεια πληροφόρηση – μια θεμελιώδη προϋπόθεση για την εκκαθάριση της αγοράς. Ως αποτέλεσμα, δεν ισχύει η προσδοκία ότι οι αγορές βρίσκονται σε ισορροπία. Στη συνέχεια, ισχύει «η αρχή της έλλειψης” [short-side principle]. Λαμβάνοντας υπόψη τη σταθερή ζήτηση πιστώσεων και τον περιορισμό τους [credit rationing) από τις τράπεζες (λόγω των ζητημάτων που προσδιορίζονται στο Stiglitz και Weiss, 1981), η προσφορά της πίστωσης είναι σε έλλειψη [short side].[4]

Αυτό το απλό μοντέλο εξηγεί μια σειρά από εμπειρικές ανωμαλίες, συμπεριλαμβανομένης της συχνά αναφερθείσας έλλειψης εμπειρικής σημαντικότητας ή του «σωστού σήματος» των επιτοκίων, ως επεξηγηματικής μεταβλητής της οικονομικής δραστηριότητας (τα επιτόκια δεν είναι η αιτία της ανάπτυξης. δεν εμφανίζονται στο μοντέλο). της «μείωσης της ταχύτητας» [της κυκλοφορίας του χρήματος], η οποία οφείλεται στην παραμέληση των συναλλαγών των περιουσιακών στοιχείων στην πρότυπη ποσοτική εξίσωση. του γιατί οι μειώσεις των επιτοκίων και η ιστορικών διαστάσεων δημοσιονομική επέκταση απέτυχαν να προκαλέσουν μια παρατεταμένη ανάκαμψη στην Ιαπωνία (τα επιτόκια δεν προκαλούν ανάπτυξη. η καθαρή δημοσιονομική πολιτική είναι ουδέτερη ως προς την ανάπτυξη, δεδομένου ότι δεν δημιουργεί πίστωση). αυτού που κάνει τις τράπεζες ιδιαίτερες και του πως οι δραστηριότητές τους σχετίζονται με την ανάπτυξη (η δημιουργία χρήματος από αυτές για τις πράξεις ΑΕΠ είναι η αναγκαία και ικανή συνθήκη για την ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ). Εξηγεί επίσης τον καθορισμό των τιμών των περιουσιακών στοιχείων και τις «επαναλαμβανόμενες τραπεζικές κρίσεις».

Έτσι, η επίδραση των τραπεζικών πιστώσεων εξαρτάται από την ποσότητα και την ποιότητα τους – η τελευταία ορίζεται από το αν χρησιμοποιείται για μη παραγωγικές συναλλαγές (καταναλωτική πίστη ή συναλλαγές στοιχείων ενεργητικού, που παράγουν μη διατηρήσιμο πληθωρισμό τιμών καταναλωτή και περιουσιακών στοιχείων, αντίστοιχα) ή παραγωγικές συναλλαγές (που δημιουργούν μη πληθωριστική ανάπτυξη ). Πιστώσεις που χρησιμοποιούνται για παραγωγικές συναλλαγές στοχεύουν στην αύξηση του εισοδήματος και είναι βιώσιμες. πιστώσεις για πράξεις περιουσιακών στοιχείων έχουν ως στόχο κεφαλαιακά κέρδη και δεν είναι βιώσιμες. Όταν η δημιουργία πιστώσεων επιβραδύνεται μετά από μια φούσκα που δημιουργήθηκε από πιστώσεις για πράξεις στοιχείων ενεργητικού, η επακόλουθη πτώση των τιμών των περιουσιακών στοιχείων, οι απώλειες του κεφαλαίου και τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια μπορούν να προκαλέσουν με ευκολία μία τραπεζική κρίση (οι τράπεζες έχουν λιγότερο από 10 τοις εκατό κεφάλαια. μία πτώση των αξιών του ενεργητικού κατά λίγο περισσότερο από 10 τοις εκατό συνεπάγεται την αφερεγγυότητα των τραπεζών).

2. Η προέλευση και ο ορισμός του QE

Η Ποσοτική Θεωρία της Πίστωσης δείχνει ότι ούτε οι μειώσεις των επιτοκίων ούτε η δημοσιονομική επέκταση, ούτε η επέκταση των αποθεματικών, ούτε οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις θα είναι σε θέση να επιφέρουν αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ. Με βάση αυτό το μοντέλο πρότεινα να εφαρμοστεί το 1994 και το 1995 ένας νέος τύπος νομισματικής πολιτικής στην Ιαπωνία, ο οποίος δεν αποσκοπεί στη μείωση της τιμής του χρήματος, ή την επέκταση νομισματικών μεγεθών, αλλά στην επέκταση της δημιουργίας πιστώσεων για πράξεις ΑΕΠ.[5] Μια και η έκφραση «δημιουργία πίστωσης» θεωρήθηκε δύσκολο να κατανοηθεί στα ιαπωνικά, προτίμησα την κανονική ιαπωνική έκφραση για τη νομισματική τόνωση ( «νομισματική χαλάρωση» ή «χαλάρωση») με τη λέξη «ποσοτική» να δηλώσει ότι «Ποσοτική Χαλάρωση» ορίζεται ως δημιουργία πίστωσης για συναλλαγές ΑΕΠ, που θα οδηγούσε στην ανάκαμψη (Werner, 1995). «Ποσοτική χαλάρωση», ή «ποσοτική νομισματική χαλάρωση» είναι κυριολεκτική μετάφραση από τα ιαπωνικά των εκφράσεων 量 的 緩和 (ryōteki kanwa) ή 量 的 金融 緩和 (ryōteki kinyū kanwa), kanwa, αντίστοιχα. Αυτές οι εκφράσεις δεν είχαν μέχρι τότε χρησιμοποιηθεί ως αναφορές για την προσφορά χρήματος, τα τραπεζικά αποθεματικά ή τις καταθέσεις. Πρότεινα σε πολυάριθμες δημοσιεύσεις την απόκτηση από την κεντρική τράπεζα μη εξυπηρετούμενων στοιχείων ενεργητικού από τις [εμπορικές] τράπεζες για να καθαρίσουν οι ισολογισμοί τους [των τραπεζών], ότι θα πρέπει να εισαχθεί εκ νέου το επιτυχημένο σύστημα της «καθοδήγησης» [guidance] των τραπεζικών πιστώσεων, ότι οι κανόνες κεφαλαιακής επάρκειας θα πρέπει να χαλαρώσουν και όχι να αυστηροποιηθούν , και ότι η κυβέρνηση θα μπορούσε να εκκινήσει τη δημιουργία τραπεζικών πιστώσεων και έτσι να δώσει το έναυσμα για μια ταχεία ανάκαμψη σταματώντας την έκδοση ομολόγων και αντί αυτών να συνάψει συμβάσεις δανείων με τις εμπορικές τράπεζες (π.χ. Werner, 1998).

Τα άρθρα μου προκάλεσαν κατάπληξη μεταξύ οικονομολόγων διαφορετικών σχολών σκέψης. Κεϋνσιανοί, όπως ο Richard Koo, αμφισβήτησαν ότι χρειάζεται κάθε είδους περαιτέρω νομισματική τόνωση και ότι η δημοσιονομική πολιτική από μόνη της θα ήταν αναποτελεσματική. Η κυβέρνηση άκουσε τον κ Koo, και η Ιαπωνία συνέχισε να επεκτείνει το δημόσιο χρέος της με μαζικά προγράμματα δαπανών, ενώ η πιστωτική επέκταση συνέχισε παραμένει στάσιμη. Το ίδιο και η οικονομία. Μονεταριστές, όπως ο Peter Morgan ή ο Άλαν Μέλτζερ, επίσης υποστήριξαν ότι η έλλειψη τραπεζικών πιστώσεων δεν ήταν πρόβλημα και ότι η «ποσοτική χαλάρωση», με τη μορφή της δημιουργίας πιστώσεων δεν ήταν απαραίτητη. Αντί αυτού, υποστήριξαν ότι η επέκταση των αποθεματικών των τραπεζών στην κεντρική τράπεζα θα κάνει τη δουλειά. Αλλά η μαζική επεκτάση των αποθεματικών απέτυχε να έχει οποιαδήποτε επίπτωση, και λόγω της στασιμότητας των τραπεζικών πιστώσεων η οικονομική ανάπτυξη παρέμεινε κάτω από τις δυνατότητές της για το μεγαλύτερο μέρος της επόμενης δεκαετίας. Οι οικονομολόγοι της προσφοράς και οι υπερασπιστές των μοντέλων των πραγματικών επιχειρηματικών κύκλων υποστήριξαν ότι η έλλειψη τραπεζικών πιστώσεων δεν θα μπορούσε να είναι το πρόβλημα – στο φινάλε, τα μοντέλα τους δεν περιλαμβάνουν τις τράπεζες! Προειδοποίησα κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 ότι η δημοσιονομική επέκταση που χρηματοδοτείται από την έκδοση ομολόγων ήταν πιθανό να εκτοπίσει την ιδιωτική ζήτηση, ότι η επέκταση των αποθεματικών των τραπεζών δεν θα έχει καμία επίπτωση μια και τα αδρανή αποθεματικά δεν μεταφράζονται σε αύξηση των τραπεζικών πιστώσεων όταν οι τράπεζες αποφεύγoυν τον κίνδυνο, και ότι οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, αν είναι σε θέση να αυξήσουν την παραγωγικότητα (που είναι αμφίβολο) απλώς θα ενισχύσουν τη δυνητική ανάπτυξη, ενώ η οικονομία της Ιαπωνίας είχε παραμείνει σε ύφεση λόγω της έλλειψης ζήτησης.

Ενώ οι συστάσεις μου δεν εισακούστηκαν, ο όρος που χρησιμοποίησα έπιασε. Οι επικριτές και από τα κεϋνσιανά και από τα μονεταριστικά στρατόπεδα άρχισαν να επαναπροσδιορίζουν το QE ως επέκταση των τραπεζικών αποθεματικών – παρά το γεγονός ότι επιχειρηματολογούσα ότι μια τέτοια πολιτική δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει. Ένα νέο όνομα για μια παλιά πολιτική ήταν πιθανό να προκαλέσει σύγχυση μόνο.

Αρχικά, η Τράπεζα της Ιαπωνίας αρνήθηκε να υιοθετήσει αυτό το διαστρεβλωμένο ορισμό της ποσοτικής χαλάρωσης. Υποχώρησε το 2002-3, υιοθετώντας την έκφραση QE για να αναφερθεί στην επέκταση των τραπεζικών αποθεματικών και, παρά το ότι υποστήριζε συχνά και ορθά ότι μια τέτοια πολιτική δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει, την υιοθέτησε για πέντε χρόνια, αρχής γενομένης από το Μάρτιο του 2001. Τη στόχευση των τραπεζικών αποθεματικών [bank reserve targeting] είχαν δοκιμάσει η Τράπεζα της Αγγλίας και η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ στις αρχές της δεκαετίας του 1980, αλλά εγκαταλείφθηκε ως αποτυχία. Ο γρίφος ήταν γιατί η Τράπεζα της Ιαπωνίας, παρά την υποστήριξη των επιχειρημάτων μου ότι η επέκταση των αποθεματικών δεν θα λειτουργούσε, επέλεξε να την υιοθετήσει, ενώ ταυτόχρονα της έδωσε τον όρο μίας πολιτικής που υποστήριξα ότι θα είναι επιτυχής. Το αποτέλεσμα σίγουρα αμαύρωσε την ιδέα της ποσοτικής χαλάρωσης. Το 2006, η Τράπεζα της Ιαπωνίας ανακοίνωσε ότι εγκατέλειψε την «ποσοτική χαλάρωση» αφού, προβλέψιμα, δεν είχε αποδειχθεί επιτυχής.

3. QE, QTC, και πώς να σταματήσουν οι υφέσεις μετά τις κρίσεις

Αυτό δεν εμπόδισε την Τράπεζα της Αγγλίας από την υιοθέτηση μιας παρόμοιας πολιτικής τον Μάρτιο του 2009, με την παραλλαγή ότι η απόκτηση ομολόγων θα γίνονταν από τον μη τραπεζικό ιδιωτικό τομέα. (μία από τις προϋποθέσεις που είχα αναφέρει τη δεκαετία του 1990 για τις αγορές ομολόγων από την κεντρική τράπεζα). Ακόμη καλύτερο θα ήταν να ενισχυθεί η τραπεζική πίστωση, κατευθύνοντας τις οποιεσδήποτε αγορές περιουσιακών στοιχείων από την κεντρική τράπεζα σε μη εξυπηρετούμενα τραπεζικά στοιχεία ενεργητικού. Ως εκ τούτου, το QE τύπου Ηνωμένου Βασιλείου απέτυχε επίσης μια και η τραπεζική πιστωτική επέκταση παρέμεινε στάσιμη (Lyonnet και Werner, 2012). Εν τω μεταξύ, ο Ben Bernanke, ο οποίος συμμετείχε στις συζητήσεις για την ιαπωνική πολιτική στη δεκαετία του 1990, φαινόταν να έχει ακούσει πιο προσεκτικά: Τον Ιανουάριο του 2009 σε μία ομιλία του στο LSE, επέμεινε ότι η Fed δεν είχε εμπλακεί της σ’ ένα QE τύπου Τράπεζας της Ιαπωνίας, αφού η επέκταση των αποθεματικών δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει, και αντί αυτού ακολούθησε μια πολιτική, στοχεύοντας πιο άμεσα στην πίστωση, την οποία αποκάλεσε «πιστωτική χαλάρωση». Αυτό φάνηκε να μας επαναφέρει πίσω στην αρχική έννοια της ποσοτικής χαλάρωσης. Και οι αγορές των μη εξυπηρετούμενων τραπεζικών περιουσιακών στοιχείων των ΗΠΑ φάνηκε να κάνουν τη δουλειά τους επιτρέποντας στις τράπεζες να δημιουργήσουν εκ νέου πίστωση (με την πιστωτική επέκταση να φτάνει πάνω από 5 τοις εκατό από τις αρχές του 2013, και με την αμερικανική οικονομία να ανακάμπτει).

Εν τω μεταξύ, η Τράπεζα της Αγγλίας και το Υπουργείο Οικονομικών [του Ηνωμένου Βασιλείου] άρχισαν να αναγνωρίζουν ότι οι πολιτικές που στοχεύουν πιο άμεσα στη δημιουργία τραπεζικής πίστωσης είναι πιο κατάλληλες: Το πρόγραμμα «Χρηματοδότηση για Δάνεια» [Funding for Lending Scheme – FLS] μνημονεύει μια έννοια κλειδί από την Ποσοτική θεωρία της Πίστωσης, δηλαδή ότι μια επιτυχημένη πολιτική ποσοτικής νομισματικής τόνωσης πρέπει να έχει «σχεδιαστεί για να παρακινήσει τις τράπεζες και τους στεγαστικούς συνεταιρισμούς να ενισχύσουν το δανεισμό τους προς τα νοικοκυριά του Ηνωμένου Βασιλείου και τις ιδιωτικές μη χρηματοοικονομικές εταιρείες – την” πραγματική οικονομία “» ή το CR της εξίσωσης (2).[6] Επιπλέον, για το FLS οι αρχές υιοθέτησαν σχεδόν τον ίδιο ορισμό περί των τραπεζικών πιστώσεων προς την πραγματική οικονομία που είχε υποβληθεί στην Τράπεζα της Αγγλίας το 2011, όταν το QTC εφαρμόστηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο (δημοσιεύθηκε ως Lyonnet και Werner, 2012). Στην εργασία αυτή δείξαμε ότι η «ποσοτική χαλάρωση» Τράπεζας της Αγγλίας είχε αποτύχει στο να έχει έναν αντίκτυπο στη δημιουργία τραπεζικών πιστώσεων, παρά το ότι η δημιουργία τραπεζικών πιστώσεων για πράξεις ΑΕΠ παρέμεινε ο κύριος προσδιοριστικός παράγοντας της αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ. Δυστυχώς, δεν είναι σαφές ότι το FLS θα λειτουργήσει. Η άμεση στόχευση της δημιουργίας τραπεζικών πιστώσεων από την κεντρική τράπεζα, η ελαστικοποίηση και όχι η αυστηροποίηση των κανόνων κεφαλαιακής επάρκειας και, πάνω απ ‘όλα, η αλλαγή της μεθόδου χρηματοδότησης του δανεισμού του δημόσιου τομέα από την έκδοση ομολόγων σε δανεισμό από τις τράπεζες, παραμένουν ασφαλέστερα στοιχήματα. [η έμφαση δική μου]

Το ίδιο ισχύει και για την Ευρώπη. Οι συρρικνώσεις του ονομαστικού ΑΕΠ, η ανεργία ρεκόρ και οι εταιρικές πτωχεύσεις στην Ιρλανδία, την Πορτογαλία, την Ισπανία και την Ελλάδα οφείλονται στις πιστωτικές συρρικνώσεις. Οι κυβερνήσεις μπορεί να το τελειώσουν αυτό υιοθετώντας πραγματική ποσοτική χαλάρωση, με τον πιο εύκολο τρόπο να είναι η διακοπή έκδοσης ομολόγων και ο δανεισμός από τις τράπεζες των χωρών τους. Αυτό θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα ελκυστικό, δεδομένου ότι οι αποδόσεις των ομολογιακών εκδόσεων έχουν πιεστεί πολύ πέρα από το βασικό επιτόκιο δανεισμού για τραπεζική πίστωση. Αλλά ίσως πρέπει οι νέοι Ιάπωνες ηγέτες – ο καλοπροαίρετος νέος Πρωθυπουργός και ο Διοικητής της κεντρικής τράπεζας – να δείξουν επιτέλους στον κόσμο πώς μπορεί να λειτουργήσει η πραγματική ποσοτική χαλάρωση που προτάθηκε πριν από είκοσι χρόνια.[7] Γι ‘αυτό, όμως, πρέπει να αναπροσανατολιστεί η συνεχής έμφαση υπέρ των αποθεματικών των τραπεζών στην έμφαση υπέρ της άμεσης στόχευσης των τραπεζικών πιστώσεων.»

Εάν φτάσατε έως εδώ και έχετε διαβάσει το μεταφρασμένο στα ελληνικά άρθρο-απάντηση του Richard Werner θα πρέπει να αναρωτηθείτε εάν η πολιτική που ακολουθεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με τις μαζικές παρεμβάσεις στην αγορά ομολόγων πληροί τις προϋποθέσεις της ποσοτικής χαλάρωσης. Αυτό που συμβαίνει δεν είναι ποσοτική χαλάρωση. Είναι μία δίχως στόχευση παρέμβαση της ΕΚΤ που δεν αφορά μη εξυπηρετούμενα στοιχεία ενεργητικού των τραπεζών δίχως να τις υποχρεώνει να αυξήσουν τις χορηγήσεις για παραγωγικές συναλλαγές που αυξάνουν τα ονομαστικό ΑΕΠ, ενώ ταυτόχρονα επεκτείνονται τα τραπεζικά αποθεματικά σ’ ένα περιβάλλον που δεν αντικαθίσταται η έκδοση χρέους από τις αγορές ομολόγων με την τραπεζική πίστωση και δεν ελαστικοποιούνται οι κανόνες κεφαλαιακής επάρκειας. Μπορεί ο οποιοσδήποτε να έχει ενστάσεις και διαφωνίες για το εάν η πολιτική που πρότεινε ο Werner θα ήταν αποτελεσματική ή όχι, για το εάν η πολιτική που ακολουθεί η ΕΚΤ θα αποδειχθεί ευεργετική για την ανάπτυξη ή όχι. Πάντως ποσοτική χαλάρωση δεν είναι.

Το Άξιον Εστί το έγραψε ο Ελύτης, κανένας άλλος. Ο Werner επινόησε την Ποσοτική Χαλάρωση, οι κάποιοι άλλοι και Σία την «Ποσοτική Χαλάρωση». Ας βρεθούν άλλοι όροι για να περιγράψουν την υφιστάμενη πολιτική. Ας σταματήσουμε ως άλλοι απολίτιστοι «πορνοβοσκοί» να εκπέμπουμε σημεία-σήματα που καθορίζουν επικοινωνιακά το ερμηνευτικό πλαίσιο των δεκτών στηριγμένοι στην «εκπόρνευση» και διαστρέβλωση των ιδεών!

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Richard A. Werner, D.Phil. (Oxon): Καθηγητής Διεθνούς Τραπεζικής στο University of Southampton Management School και Διευθυντής του Centre for Banking, Finance and Sustainable Development. Επίσης, μέλος του Σκιώδους Συμβουλίου της ΕΚΤ και συμβουλεύει θεσμικούς επενδυτές. Email: werner@soton.ac.uk

[2] Werner (1992). Κρίθηκε ευνοϊκά από την Economist (Economist Focus, 19 Ιουνίου 1993) και δημοσιεύθηκε αργότερα ως Werner (1997c). Από τη σεμνοτυφία της νεότητας μου, μετρίασα τον τίτλο από «ποσοτική θεωρία» σε «ποσότητα θεώρημα» – ενδεχομένως επηρεασμένος από τις σκληρές παρατηρήσεις από τους κριτές οι οποίοι μετά βίας φαινόταν έτοιμοι για νομισματικά μοντέλα που βασίζονται στη δημιουργία τραπεζικών πιστώσεων ή τις προειδοποιήσεις που εξέπεμπα από το 1991 για την επικείμενη κατάρρευση του ιαπωνικού τραπεζικού συστήματος (Werner, 1991)

[3] Δες Werner, 1997c, 2005, 2012a, b. Επίσης Ryan-Collins et al. (2012)

[4] ΣτΜ : Απέδωσα τον όρο short side principle ως αρχή της έλλειψης μια και στα οικονομικά της ανισορροπίας η ποσότητα που καθορίζεται από τη μεταβλητή που βρίσκεται σε σχετική έλλειψη. Ο περιορισμός των πιστώσεων συμβαίνει όταν ο δανειστής, οι τράπεζες στην προκειμένη περίπτωση, προσφέρουν ένα δάνειο που είναι μικρότερο από την ζήτηση του δανειολήπτη σε ένα ορισμένο επίπεδο επιτοκίου.

[5] Π.χ. Werner (1997a, 1997b, 1998).

[6] Δες Bank of England’s Churm et al. (2012).

[7] ΣτΜ: Ούτε αυτό που τελικά συνέβη στην Ιαπωνία με τo Abenomics μπορεί να οριστεί ως ποσοτική χαλάρωση.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Churm, Rohan, Amar Radia, Jeremy Leake, Sylaja Srinivasan and Richard Whisker (2012), ‘The Funding for Lending Scheme’, Bank of England Quarterly Bulletin 2012 Q4, 306-320.

Lyonnet, Victor and Richard A. Werner (2012), ‘Lessons from the Bank of England on ‘quantitative easing’ and other ‘unconventional’ monetary policies’. International Review of Financial Analysis. 25, 1-17

Stiglitz, Joseph E. and Weiss, Andrew (1981). ‘Credit rationing in markets with imperfect information’. American Economic Review, 71(3), 393-410.

Werner, Richard A. (1991). The Great Yen Illusion: Japanese Capital Flows and the Role of Land, Oxford, Institute of Economics and Statistics. Applied Economics Discussion Paper Series, No. 129, December.

Werner, Richard A. (1992). Towards a quantity theory of disaggregated credit and international capital flows. Paper presented at the Royal Economic Society Annual Conference in York, April 1993, and the fifth annual PACAP Conference on Pacific-Asian Capital Markets in Kuala Lumpur, June 1993

Werner, Richard A. (1995). Keiki kaifuku, ryoteki kin’yu kanwa kara. Nihon Keizai Shinbun, Keizai Kyoshitsu, 2 September, p. 26 (in Japanese; English translation at http://www.eprints.soton.ac.uk)

Werner, Richard A. (1997a). Ryoteki kinyu kanwa de keikikaifuku. Nihon Keizai Shinbun, Keizai Kyoshitsu, 26 February.

Werner, Richard A. (1997b). ‘Shinyo Sozoryo’ ga Seicho no Kagi. Nihon Keizai Shinbun, Keizai Kyoshitsu, 16 July.

Werner, Richard A. (1997c). ‘Towards a New Monetary Paradigm: A Quantity Theorem of disaggregated Credit, with Evidence from Japan’, Kredit und Kapital, 30, 276-309.

Werner, Richard A. (2005). New Paradigm in Macroeconomics. Basingstoke: Palgrave Macmillan.

Werner, Richard A. (2012a), ‘Economics as if banks mattered – A contribution based on the inductive method’, Manchester School, 79, September, 25-35.

Werner, Richard A. (2012b), ‘Towards a new research programme on “Banking and the Economy”- Implications of a quantity equation model for the prevention and resolution of banking and debt crises’, International Review of Financial Analysis, 25, 94-105.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΡΑΤΣΟΡΗΣ

Ο Νίκος είναι από τους λίγους στη χώρα που γράφει μετά λόγου γνώσεως για το νομισματικό σύστημα και ταυτόχρονα καταλαβαίνεις τι λέει. Μπορείς να διαφωνήσεις μαζί του, αλλά πρέπει να είσαι καλά διαβασμένος πριν το επιχειρήσεις.

Leave a Reply

Related Posts