Θυμάμαι ήμουν φοιτητής (μπορεί κι όχι), ήταν νύχτα κι ο Βαρδάρης φύσαγε τόσο δυνατά, που έφτανε μέχρι τα παλιά Λαδάδικα. Ήμουν σ’ ένα μαγαζί, με πίστα από φώσφορο, όπου χόρευε τη ζεμπεκιά του -ως άλλος Ζορμπάς- ο Άμλετ της Σελήνης. Μαζί του, χτυπώντας παλαμάκια, ήταν κάτι φιλαράκια καλά, που μου κρατούσαν πολλά “δύσκολα” βράδια παρέα, η Ρόζα κι ο Δημήτρης. Κι ο κυρ-Θάνος σε μια γωνιά στο πιάνο του έκανε μανιασμένο έρωτα με τα πλήκτρα κάθε βράδυ.
Ένιωθα παραδίπλα τους να στροβιλίζομαι σ’ ένα τρελό ταγκό, χόρευα με τη Χαρούλα κι ένιωθα τη ζάλη, ένιωθα ότι η αγάπη είναι ζάλη. Και πάνω στις στροφές μού ψιθύρισε απαλά κάτι για την Ελλάδα, μου λεγε ότι άλλο είναι να πεθαίνεις για την Ελλάδα κι άλλο να σε πεθαίνει εκείνη. Δεν το πολυκατάλαβα τότε, θυμάμαι ήμουν φοιτητής (μπορεί κι όχι)….
Μετά ανέβηκε στην πίστα η Μίλβα, με μια παραμάνα στον ώμο χρυσή. Canta, Milva, της φώναξε ο κυρ-Θάνος απ’ το πιάνο του, εκεί στη γωνία. Κι ένιωσα αμέσως την αρμύρα της θάλασσας στις νότες της, τον ήλιο, τη γαλάζια μοίρα όλων μας. Κι αμέσως η αγάπη, που ένιωθα, έγινε ιστορία, η ιστορία έγινε σιωπή νομοτελειακή, η γνωστή σιωπή που ακολουθεί όλους τους παλιούς κι ανεκπλήρωτους έρωτες. Γιατί εσύ έφυγες νωρίς, έσβησες μ’ ένα σου φύσημα τα φώτα της σκηνής και μ’ άφησες να ψάχνω στα σκοτάδια μάταια το στρατί για το Ντεπό.
Κι αφού έφυγες, μπατάρισε ο καιρός μέσα μου και χάλασε κι αναρωτιόμουν αν ο μπούσουλας είναι που στρέφει το τιμόνι ή το καράβι, αναρωτιόμουν αν στρέφει την πιρόγα, με την οποία φεύγεις και γυρίζεις στα όνειρά μου. Κι έμεινα, όμως, από τότε πάντα γελαστός και πάντα γελασμένος, όπως όλοι μας, όπως όλοι οι θνητοί, που νομίζουμε ότι θα μείνουμε εδώ. Κι αναρωτιώμουν γιατί δε μεγαλώνω, γιατί όλη η παρέα μας δε μεγαλώνει, γιατί ο Δημήτρης δε μας έκανε πια παρέα.
Περνώντας τα χρόνια, άρχισα να καταλαβαίνω πιο πολύ τον Άμλετ εκείνο, τη Ρόζα, τον Δημήτρη, τον κυρ-Θάνο με το πιάνο του στη γωνία κι όλα αυτά που λέγανε τότε σ’ εκείνο το μαγαζί, στα παλιά Λαδάδικα εκείνα τα βράδια, με το Βαρδάρη να σφυρά μανιασμένος και τη βροχή ν’ αγριεύει απότομα.
Κατάλαβα ότι η πιο όμορφη θάλασσα είναι αυτή που δεν έχουμε (ακόμα) ταξιδέψει.
Κατάλαβα ότι τα πιο όμορφα παιδιά δεν εχουν μεγαλώσει ακόμη κι ίσως (ευτυχώς) να μη μεγαλώσουν ποτέ.
Κατάλαβα ότι τις πιο όμορφες μέρες μας δεν τις έχουμε ζήσει ακόμα.
Κι ότι αυτό που θέλουμε να πούμε, το πιο όμορφο απ’ όλα, δεν το ‘χουμε πει ακόμα.
Και ξαφνικά, αφού πέρασαν κι άλλο τα χρόνια, μαθαίνω ότι ο κυρ-Θάνος στο πιάνο, εκεί στη γωνία, πήγε να βρει τον Δημήτρη. Είχε αφήσει κάτι ανοικτούς λογαριασμούς με τους Αθάνατους, κάπου εκεί πάνω, πέρα απ’ τη γέφυρα του Αδάμ.
Ο κυρ-Θάνος έφυγε, λοιπόν.
Μπορεί κι όχι…